Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἐλθόντι τῷ
Ἰησοῦ εἰς τὴν χώραν τῶν Γαδαρηνών, ἥτις ἐστὶν ἀντίπερα
τῆς Γαλιλαίας, ὑπήντησεν αὐτῷ ἀνήρ τις ἐκ τῆς πόλεως, ὃς
εἶχε δαιμόνια ἐκ χρόνων ἱκανῶν, καὶ ἱμάτιον οὐκ
ἐνεδιδύσκετο καὶ ἐν οἰκία οὐκ ἔμενεν, ἀλλ' ἐν τοῖς
μνήμασιν. Ἰδὼν δὲ τὸν Ἰησοῦν καὶ ἀνακράξας προσέπεσεν
αὐτῷ καὶ φωνῇ μεγάλη εἶπε· τὶ ἐμοὶ καὶ σοί, Ἰησοῦ, υἱὲ
τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; δέομαι σοῦ, μὴ μὲ βασανίσῃς.
Παρήγγειλε γὰρ τῷ πνεύματι
τῷ ἀκαθάρτῳ ἐξελθεῖν ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου. Πολλοῖς γὰρ
χρόνοις συνηρπάκει αὐτόν, καὶ ἐδεσμεῖτο ἁλύσεσι καὶ
πέδαις φυλασσόμενος, καὶ διαρρήσσων τὰ δεσμὰ ἠλαύνετο
ὑπὸ τοῦ δαίμονος εἰς τάς ἐρήμους. Ἐπηρώτησε δὲ αὐτὸν ὃ
Ἰησοῦς λέγων τὶ σοί ἐστιν ὄνομα; ὁ δὲ εἶπε· λεγεὼν ὅτι
δαιμόνια πολλὰ εἰσῆλθεν εἰς αὐτὸν καὶ παρεκάλει αὐτὸν
ἵνα μὴ ἐπιτάξῃ αὐτοῖς εἰς τὴν ἄβυσσον ἀπελθεῖν.
Ἢν δὲ ἐκεῖ ἀγέλη χοίρων
ἱκανῶν βοσκομένων ἐν τῷ ὅρει· καὶ παρεκάλουν αὐτὸν ἵνα
ἐπιτρέψῃ αὐτοῖς εἰς ἐκείνους εἰσελθεῖν καὶ ἐπέτρψεν
αὐτοῖς. Ἐξελθόντα δὲ τὰ δαιμόνια ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου
εἰσῆλθον εἰς τοὺς χοίρους, καὶ ὥρμησεν ἢ ἀγέλη κατὰ τοῦ
κρημνοῦ εἰς τὴν λίμνην καὶ ἀπεπνίγη. Ἰδόντες δὲ οἱ
βόσκοντες τὸ γεγενημένον ἔφυγον, καὶ ἀπήγγειλαν εἰς τὴν
πόλιν καὶ εἰς τοὺς ἀγρούς. Ἐξήλθαν δὲ ἰδεῖν τὸ γεγονὸς
καὶ ἦλθον πρὸς τὸν Ἰησοῦν καὶ εὗρον καθήμενον τὸν
ἄνθρωπον, ἀφ' οὐ τὰ δαιμόνια ἐξεληλύθει, ἰματισμενον καὶ
σωφρονοῦντα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ, καὶ ἐφοβήθησαν.
Ἀπήγγειλαν δὲ αὐτοῖς οἱ
ἰδόντες πῶς ἐσώθη ὁ δαιμονισθείς. Καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν
ἅπαν τὸ πλῆθος τῆς περιχωροῦ τῶν Γαδαρηνὼν ἀπελθεῖν ἀπ'
αὐτῶν, ὅτι φόβῳ μεγάλῳ συνείχοντο. Αὐτὸς δὲ ἐμβὰς εἰς τὸ
πλοῖον ὑπέστρεψεν. Ἐδέετο δὲ αὐτοῦ ὁ ἀνήρ, ἀφ' οὐ
ἐξεληλυθει τὰ δαιμόνια, εἲναι σῦν αὐτῷ· ἀπέλυσε δὲ αὐτὸν
ὃ Ἰησοῦς λέγων· ὑπόστρεφε εἰς τὸν οἶκόν σου καὶ διηγοῦ
ὅσα ἐποίησε σοὶ ὁ Θεός. Καὶ ἀπῆλθε καθ' ὅλην τῇ πόλιν
κηρύσσων ὅσα ἐποίησεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς.» |
Εκείνο τον καιρό ήλθε ο
Ιησούς στην περιοχή των Γαδαρηνών που είναι αντίπερα στη
Γαλιλαίο. Εκεί τον απάντησε ένας άνθρωπος από την πόλη,
που είχε δαιμόνια από πολλά χρόνια και δεν έβανε ρούχο
απάνω του και σε σπίτι δεν έμενε, αλλά μέσα στα μνήματα.
Όταν είδε τον Ιησού έβαλε μια μεγάλη φωνή, έπεσε κάτω
μπροστά του και του είπε δυνατά· Τι δουλειά έχω εγώ με
σένα, Ιησού υιέ του Θεού του υψίστου; Σε παρακαλώ να μη
με βασανίσεις.
Ο Ιησούς λοιπόν παράγγειλε
στο ακάθαρτο πνεύμα να βγει από τον άνθρωπο, που πολλά
χρόνια τον είχε αιχμαλωτισμένο· τον έδεναν με αλυσίδες
χέρια και πόδια και τον φύλαγαν, αλλά εκείνος έσπαζε τα
δεσμά και έτρεχε στις ερημιές, που τον τραβούσε ο
δαίμονας. Τον ρώτησε ο Ιησούς και του λέγει· Ποιο είναι
το όνομα σου; Κι εκείνος είπε: Λεγεώνα· γιατί πολλά
δαιμόνια είχαν εισέλθει μέσα του· και τον παρακαλούσε να
μην τα προστάξει να πάνε στην άβυσσο.
Κι ήταν εκεί ένα κοπάδι
από πολλούς χοίρους που έβοσκαν στο βουνό και τα
δαιμόνια παρακαλούσαν τον Ιησού να τους επιτρέψει να
μπούνε στους χοίρους· και τους επέτρεψε. Και βγήκαν τα
δαιμόνια από τον άνθρωπο και μπήκαν στους χοίρους και
χίμηξε το κοπάδι στον γκρεμό κι έπεσαν στη λίμνη και
πνίγηκαν όλοι. Κι όταν είδαν οι χοιροβοσκοί το τι έγινε
έφυγαν, και μετάδοσαν το γεγονός στην πόλη και τα
χωράφια. Βγήκαν τότε να δουν αυτό που έγινε και ήλθαν
στον Ιησού και βρήκαν τον άνθρωπο, που είχαν βγει από
μέσα του τα δαιμόνια, κάθεται ντυμένος και φρόνιμος
κοντά στα πόδια του Ιησού και φοβήθηκαν.
Τους είπαν έπειτα κι
εκείνοι που είδαν το θαύμα πώς σώθηκε d δαιμονισμένος.
Κι όλος ο κόσμος από τα περίχωρα των Γαδαρηνών
παρακάλεσαν τον Ιησού να φύγει από αυτούς, γιατί τους
είχε πιάσει μεγάλος φόβος. Τότε ο Ιησούς μπήκε στο πλοίο
και ξαναγύρισε στη Γαλιλαία. Και ο άνθρωπος που είχαν
φύγει από μέσα του τα δαιμόνια τον παρακαλούσε θερμά να
είναι μαζί :ου· αλλά ο Ιησούς τον απόλυσε και :ου είπε·
πήγαινε πίσω στο σπίτι σου ;αι να διηγείσαι όσα έκανε ο
Θεός σε σένα. Και έφυγε εκείνος και έλεγε σ' όλη την
πόλη όσα έκανε σ' αυτόν ο Ιησούς. |