Ιστορικά η μελέτη των κινήτρων ήταν κοινή για τα
ζώα και τους ανθρώπους. Αυτό περιόριζε όμως την έρευνα σε εκείνα τα
κίνητρα που λειτουργούν κατά μήκος της εξελικτικής κλίμακας, όπως τα
ένστικτα, και απέκλειε εκείνα που προϋποθέτουν υψηλότερες λειτουργίες
και ανευρίσκονται μόνο στον άνθρωπο. Όταν η έμφαση δόθηκε στους
εξωτερικούς παράγοντες που επηρεάζουν τη συμπεριφορά , η ψυχολογία
στράφηκε στο ζευγάρι Ερεθισμός – Αντίδραση (Ε-Α) , το οποίο αποτελούσε
τη μονάδα περιγραφής της συμπεριφοράς. Και πάλι η επιδίωξη ήταν να
ανευρεθούν οι νόμοι που διέπουν από κοινού τη συμπεριφορά ζώων και
ανθρώπων. Αυτές ήταν οι έρευνες που αφορούσαν τη μάθηση και τις
φυσιολογικές ανάγκες, ως μόνες εσωτερικές αιτίες που μπορούν να
παρεμβαίνουν στη συμπεριφορά. Αυτό ίσχυσε μέχρι τη δεκαετία του 1960,
όταν η έμφαση άρχισε να μεταφέρεται από τα ζεύγη Ε-Α στις γνωστικές
διεργασίες και την επίδρασή τους στη συμπεριφορά. Η συμπεριφορά πλέον
θεωρείται ως ένα οργανωμένο όλο, το οποίο διέπεται από τους δικούς του
νόμους και δεν αποτελεί συνάθροισμα επιμέρους Ε-Α. Συνέπεια αυτής της
στροφής είναι ότι μιλούμε πλέον για δράση, ως σκόπιμη ακολουθία
ενεργειών. Η δράση προϋποθέτει αλληλεπίδραση γνωστικών και κινητήριων
διεργασιών ,αλλά και αναλογισμό πάνω σε αυτές, εξέταση των στόχων και
υπαρχουσών δυνατοτήτων, αξιολογήσεις, εκτιμήσεις, και αποφάσεις που
ελέγχουν την εκτέλεση της δράσης. Έτσι, η μελέτη των κινήτρων
περιορίζεται κυρίως στον άνθρωπο και συνδυάζεται με τη μελέτη της δράσης
, της λήψης αποφάσεων και της βούλησης.
Κατά τον Heckhausen
τα κίνητρα είναι ιδιοσυγκρασιακές, προσωπικές προδιαθέσεις προς πράγματα
που έχουν αξία. Η αξία αυτή μπορεί να είναι θετική, και να οδηγεί το
άτομο σε ενέργειες που επιτρέπουν την επίτευξή της, ή αρνητική και να
οδηγεί το άτομο σε ενέργειες αποφυγής της. Η δράση των κινήτρων όμως
φτάνει μέχρι τη διαμόρφωση των προθέσεων. Τα κίνητρα προσφέρουν την
κινητήρια δύναμη ή τάση που είναι αναγκαία για το σχηματισμό της
πρόθεσης .
Τα κίνητρα σχετίζονται με την προετοιμασία της
δράσης, το σχηματισμό της επιθυμίας και την αξιολόγησή της ως προς το
πόσο επιθυμητό είναι κάτι και ποιες πιθανότητες έχει να εκπληρωθεί. Μια
θετική εκτίμηση ως προς την εκπλήρωση της επιθυμίας οδηγεί σε πρόθεση
για δράση. Η πρόθεση στη συνέχεια, όταν υπάρξουν οι κατάλληλες
εξωτερικές συνθήκες, θα παρέμβει στη διαμόρφωση της δράσης, δηλαδή θα
καθοδηγήσει τη συγκεκριμένη ακολουθία ενεργειών μέχρι την επίτευξη του
στόχου. Αυτό βέβαια γίνεται σε επίπεδο γενικού σχεδιασμού της δράσης,
γιατί η εκτέλεση της δράσης έχει τους δικούς της κανόνες. Η βούληση
παρεμβαίνει στην τελική φάση, όταν δοθεί πλέον η εντολή για την έναρξη
της δράσης. Αυτή τη στιγμή της μετάβασης από τα κίνητρα στην δράση
παρεμβαίνει η βούληση. Ο William James
την ταύτισε με την απόφαση. Το «θέλω» θα εγγυηθεί την εκτέλεση
και ολοκλήρωση της δράσης, μέσω του περιορισμού της προσοχής μόνο στα
σχετικά με τη δράση στοιχεία του περιβάλλοντος και την αποτροπή
παρείσφρυσης στη δράση άλλων προθέσεων ή παρεμβολών που μπορούν να
διασπάσουν τη δράση και να αποτρέψουν την επίτευξη του στόχου.
Βεβαίως, κάθε δράση δεν είναι αναγκαστικά προϊόν
κινήτρου, προθέσεων και βουλητικών διεργασιών. Οι αντανακλαστικές
αντιδράσεις και οι καθημερινές, αυτοματοποιημένες ενέργειές μας, αυτό
που λέμε συνήθειες, διεγείρονται και εκτελούνται χωρίς να περνούν σε
συνειδητό επίπεδο, χωρίς να υπάρχει συνειδητή πρόθεση και βουλητικός
έλεγχος. Οι παρορμητικές ή εμπαθείς πράξεις επίσης , λόγω του έντονου
συναισθηματικού φόρτου που διαθέτουν, είναι άμεσα προϊόντα της
εσωτερικής ορμής και δεν επιτρέπουν το σχηματισμό πρόθεσης, η οποία θα
προχωρήσει στο ζύγισμα των περιστάσεων και στην επιλογή της
καταλληλότερης δράσης. Ουσιαστικά ελέγχουν άμεσα και πλήρως τη δράση
χωρίς να παρεμβάλλεται σχηματισμός πρόθεσης και βουλητικός έλεγχος. Σε
τέτοιες περιπτώσεις καταργείται αυτό που λέμε «ελευθερία της βούλησης» |