Φαινόμενα κατοπτρικής αντίληψης στην επιδερμίδα

Yoko Nagata (Γιόκο Ναγκάτα)

Τμήμα Εκπαίδευσης, Πανεπιστήμιο Θηλέων Ιαπωνίας, Μεζιροντάι, Μπόνκιο-κου, Τόκιο 112,Ιαπωνία

Shinsuke Shimojo (Σινσούκι Σιμόγιο)

Τμήμα Ψυχολογίας, Κολέγιο Καλών Τεχνών και Επιστημών, Πανεπιστήμιο του Τόκιο, Μεγκούρο-κου, Τόκιο 153, Ιαπωνία

 ΕΡΕΥΝΗΤΕΣ - ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ

Το κείμενο είναι μετάφραση της επιστημονικής εργασίας των συγγραφέων του πρωτοτύπου, τα ονόματα των οποίων αναφέρονται στον τίτλο. Το μετέφρασα για κάποια συνάδελφο νηπιαγωγό που το χρειάστηκε όταν έκανε εξομοίωση στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, νομίζω. Για να πω την αλήθεια δεν πολυκατάλαβα πού μπορεί να χρησιμεύσουν τα ευρήματα της συγκεκριμένης έρευνας, είναι πάντως ενδιαφέροντα. Αν δυσκολευτείτε στην κατανόηση του κειμένου αυτό οφείλεται στη διπλή μετάφραση από τα Ιαπωνικά στα Αγγλικά κι από εκεί στα Ελληνικά.

 Είναι και το θέμα μπερδεμένο...

Γενικά

Όταν ένα γράμμα σχεδιάζεται στο μέτωπο εκλαμβάνεται από την επιδερμίδα ως ένα "κατοπτρικό ανάστροφο" του ερεθίσματος που προσδιορίζει ο πειραματιστής.

Ένα ανάλογο φαινόμενο κατοπτρικής αναστροφής, εντοπίζεται και στην κινητική συμπεριφορά· πχ. στο γράψιμο στην "από κάτω" οριζόντια επιφάνεια ενός τραπεζιού.

Εξετάσαμε αυτά τα φαινόμενα κατοπτρικής αναστροφής σε δύο τμήματα εργασίας, τα οποία εκτελέσθηκαν από τετράχρονα και οκτάχρονα παιδιά, και που εμπεριείχαν την "επιδερμική αντίληψη" και την "κινητική παραγωγή". Οι τάσεις των παιδιών απέναντι στην κατοπτρική αναστροφή στα δύο τμήματα του πειράματος παρουσίασαν ποικιλία στον προσανατολισμό και την θέση της επιφάνειας, αλλά υπήρξαν παρόμοιες με εκείνες βλεπόντων και τυφλών ενηλίκων υποκειμένων.

Επιπροσθέτως, η κατοπτρική αναστροφή υπήρξε ανεξάρτητη από την αγνωσία του δεξιού και του αριστερού που παρατηρείται συχνά στα μικρά παιδιά κατά το γράψιμο ή τις εργασίες οπτικής αντιστοίχησης. Τα επακόλουθα αυτών των ευρημάτων πραγματεύονται στο γενικό πλαίσιο ενός "σωματικού διαγράμματος" που χρησιμοποιείται για να καθοδηγήσει τις αισθητο-κινητικές λειτουργίες.

1. Εισαγωγή

Ένα γράμμα που σχεδιάζεται στο μέτωπο εκλαμβάνεται ως ένα "κατοπτρικό ανάστροφο" του ερεθίσματος που προσδιορίζει ο πειραματιστής.(Allen και Rudy 1970, Corcoran 1977, Duke 1966, Crech και Crutchfield 1958, Natsoulas,1966, Natsoulas και Dubanoski 1964). Για παράδειγμα, αυτό που ο πειραματιστής προσδιορίζει ως "p" , εκλαμβάνεται από το υποκείμενο ως "q". Οι Parsons και Shimojo (1987) εξέτασαν συστηματικά αυτό το φαινόμενο της κατοπτρικής αναστροφής, αναλύοντας τόσο τις ξεχωριστές όσο και τις αλληλεπιδρώσες επιρροές παραγόντων όπως είναι το μέλος του σώματος, ο προσανατολισμός και η θέση του μέλους αυτού καθώς και ο προσανατολισμός του ερεθίσματος.

 Τα αποτελέσματά τους, υποδεικνύουν ότι ο προσανατολισμός και η θέση μιας επιφάνειας σε σχέση με το πλαίσιο αναφοράς του ανθρώπινου κορμού καθορίζουν και την αντίληψή της: τα ερεθίσματα στις εξωτερικές επιφάνειες του χεριού ή άλλων μερών του σώματος, έτειναν να αναστρέφονται κατοπτρικά, ενώ αντίθετα τα ερεθίσματα στις εσωτερικές επιφάνειες δεν αναστρέφονταν. Αν και υπάρχουν μερικές εξαιρέσεις σ' αυτόν τον κανόνα εσωτερικού/εξωτερικού, όπως όταν το χέρι ή ο βραχίοντας είναι στο χώρο πίσω και πάνω από το κεφάλι, ο προσανατολισμός και η θέση της επιφάνειας είναι, εν γένει, οι καθοριστικοί παράγοντες.

Εν τούτοις η αντίληψη στο εμπρός και το πίσω μέρος του κεφαλιού υπήρξε ανεξάρτητη του προσανατολισμού και της θέσης: Το σχέδιο που σχεδιάστηκε στο μέτωπο σχεδόν πάντοτε εκλαμβάνονταν ως κατοπτρικά αναστρεφόμενο και το σχέδιο που σχεδιάστηκε στο πίσω μέρος του κεφαλιού εκλαμβάνονταν ως μη αναστρεφόμενο, ανεξαρτήτως της θέσεως του κεφαλιού σε σχέση με τον κορμό.

 Αυθόρμητες απαντήσεις κατοπτρικής αναστροφής έχουν επίσης δοθεί σε ορισμένες πειραματικές εργασίες παραγωγής κίνησης. Ο Shimojo(1981) βρήκε ότι το γράψιμο πάνω σε επιφάνειες διαφορετικού προσανατολισμού και θέσεων οδηγούσε σε αυθόρμητη κατοπτρική γραφή. Για παράδειγμα, η κατοπτρική αναστροφή παρατηρείται πολύ συχνά όταν οι άνθρωποι καλούνται να γράψουν ένα γράμμα στην "από κάτω" (οριζόντια) επιφάνεια ενός τραπεζιού στο οποίο κάθονται.(Το γράμμα που παράγεται από την κατοπτρική αναστροφή σε αυτή την περίπτωση θα ταίριαζε με την σωστή μορφή του γράμματος που θα γράφονταν στην "από πάνω" επιφάνεια του ίδιου τραπεζιού·(βλ.Trueman 1965). Το ίδιο είδος κατοπτρικής γραφής βρέθηκε επίσης στην εξωτερική (μπροστινή) επιφάνεια μιας κάθετης αδιαφανούς οθόνης μπροστά από το υποκείμενο του πειράματος καθώς και στην εξωτερική ή "πίσω" επιφάνεια της πλάτης του καθίσματος στο οποίο καθόταν το υποκείμενο.

Η κατοπτρική αναστροφή στην "επιδερμική αντίληψη" και στην "κινητική παραγωγή" βρέθηκε επίσης και σε υποκείμενα που ήταν εντελώς τυφλά εκ γενετής.(Shimojo και λοιποί, 1989). Επιπροσθέτως τα ποσοστά, της κατοπτρικής αναστροφής, ως μια λειτουργία του προσανατολισμού και της θέσης μιας επιφάνειας, ήταν παρόμοια με εκείνα που επιτεύχθηκαν σε βλέποντα υποκείμενα και στις δύο περιπτώσεις.

Ως εκ τούτου αυτοί οι συγγραφείς υποθέτουν ότι τα φαινόμενα της κατοπτρικής αναστροφής, μπορεί να μην αποδίδονται σε μια συγκεκριμένη αισθητήρια ιδιότητα, αλλά μάλλον να αντανακλούν περισσότερο θεμελιώδεις και γενικές γνωστικές διαδικασίες, οι οποίες υποστηρίζουν ταυτόχρονα και την "επιδερμική αντίληψη προτύπου" και την "κινητική παραγωγή προτύπου"· παρά το ότι οι ενδοσκοπικές αναφορές των βλεπόντων υποκειμένων αναφέρονται τυπικά σε κάποια "οπτική γωνία", σε κάποιο  "νοερό μάτι" ή σε "πνευματικές εικόνες". Εάν, καθώς προτείνουν ο Shimojo και οι λοιποί , η προηγούμενη οπτική εμπειρία δεν είναι ο σημαντικός παράγοντας σε αυτά τα φαινόμενα κατοπτρικής αναστροφής, τότε παρόμοια φαινόμενα μπορεί να εμφανισθούν μάλλον νωρίτερα στην ανθρώπινη γνωστική ανάπτυξη.

Ο Shimojo και λοιποί, και οι Parsons και Shimojo (1989) βρήκαν επίσης ότι τόσο στα τυφλά όσο και στα βλέποντα υποκείμενα, τα ποσοστά της κατοπτρικής αναστροφής για επιδερμικές και κινητικές εργασίες, υπήρξαν παρόμοια, και μάλιστα για ποικίλους προσανατολισμούς και θέσεις της επιφάνειας που χρησιμοποιούταν. Αυτό πάλι υποδεικνύει ότι η αιτία της κατοπτρικής αναστροφής δεν μπορεί να είναι ιδιότητα της όρασης και δημιουργεί ερωτηματικά σχετικά με το "σωματικό διάγραμμα" πάνω στο οποίο χαρτογραφούνται οι επιδερμικές εντυπώσεις και από το οποίο προέρχονται οι εντολές κίνησης.

Σχετικά ευρήματα και αναλύσεις έχουν αναφερθεί από τους Oldfield και Philips (1993). Αυτοί παρατήρησαν ότι όταν ένα ανυψωμένο σχέδιο γράμματος και το δάχτυλο με το οποίο κρατιόταν σε επαφή περιστρέφονταν κατά 180° γύρω από τον άξονα του δαχτύλου, ο προσλαμβανόμενος προσανατολισμός του επιδερμικώς αναγνωριζόμενου γράμματος αντιστρεφόταν, ακόμα και όταν το σχήμα(η μορφή, το καλούπι) των ερεθισθέντων δερματικών υποδοχέων παρέμενε μόνιμο.

Στην βάση των πειραματικών τους αποτελεσμάτων, πρότειναν ότι ο προσδιορισμός μιας συντεταγμένης του χώρου προσδιορίζεται τόσο από τον εγωκεντρικό (με κέντρο τον παρατηρητή) όσο και από τον γεωμετρικό (με κέντρο το περιβάλλον) παράγοντα. Έτσι μπορεί να επαναδιατυπωθεί το ερώτημά μας: Το σύστημα της επιδερμίδας και το κινητικό σύστημα μοιράζονται τις ίδιες συντεταγμένες του χώρου ακόμα και στα πρωιμότερα στάδια της γνωστικής ανάπτυξης; Και, είναι ίδιες στα παιδιά και τους ενήλικες οι προνομιούχες συντεταγμένες στις διάφορες θέσεις του χώρου;

 1.1 Αναπτυξιακές μελέτες του φαινομένου τις κατοπτρικής αναστροφής

 Πολλές έρευνες των φαινομένων της κατοπτρικής αναστροφής σε παιδιά, δείχνουν να είναι ελάχιστα πειστικές. Ο Pondel (1966) και οι Pedrow και Busse (1970) εξέτασαν την κατοπτρική αναστροφή στην επιδερμική αναγνώριση στα παιδιά. (Ελέγχθηκαν διάφορες ομάδες σε αυτές τις μελέτες· η μέση ηλικία κυμάνθηκε από 3 έτη και 8 μήνες μέχρι 11 έτη και 0 μήνες στην μελέτη του Pondel και από 3 έτη και 8 μήνες μέχρι 17 έτη και 10 μήνες στην μελέτη των Pendrow και Busse). Αυτοί οι ερευνητές υπέθεσαν ότι η κατοπτρική αναστροφή θα πρέπει να είναι ένας δείκτης της αναπτυξιακής τάσης προς την κατεύθυνση της αποκέντρωσης και της απομάκρυνσης από τον πρώιμο "εγωκεντρισμό" (Piazet, 1950). Πρότειναν ότι για αμφότερα το μέτωπο και το πίσω μέρος του κεφαλιού, τα υποκείμενα θα αντιλαμβάνονταν τα ερεθίσματα ως "κατοπτρικές αναστροφές", εάν η οπτική γωνία του υποκειμένου βρίσκεται σε μια "εγωκεντρική θέση εστίασης" και ως "μη κατοπτρικές" εάν η οπτική γωνία του υποκειμένου βρίσκεται σε μια "ετεροκεντρική (εξωτερική) θέση εστίασης". Εν τούτοις, στα δεδομένα τους, δεν ήταν προφανής καμιά αναπτυξιακή τάση προς την κατεύθυνση είτε της "εγωκεντρικής", είτε της "ετεροκεντρικής" εστίασης.

Έτσι συμπέραναν ότι η ανάπτυξη μιας αντικειμενικής κατανόησης του προσανατολισμού θα εξηγιόταν καλύτερα με τους όρους της απόκτησης μιας "αίσθησης χώρου στον άξονα μπρος-πίσω", παρά ως ο εκφυλισμός της "εγωκεντρικής αντίληψης". Όμως, η αρχική τους υπόθεση ότι οι κατοπτρικές αναστροφές υποδεικνύουν την "αποκέντρωση", είναι πιθανώς ακατάλληλη (Farley και Kohen, 1975) διότι σύμφωνα με την ορολογία τους, η επιδερμική αντίληψη, ακόμα και σε βλέποντες ενήλικες, συμπεριλαμβάνει και την εγωκεντρική και την ετεροκεντρική θέση εστίασης. (Εγωκεντρική θέση για το μέτωπο και ετεροκεντρική θέση για το πίσω μέρος του κεφαλιού).

Υπάρχουν επίσης αρκετά μεθοδολογικά προβλήματα σ' αυτές τις μελέτες:

Πρώτον, αν και οι οδηγίες ήταν πιθανώς πολύ δύσκολες στην κατανόηση, ιδιαίτερα για τα μικρότερα παιδιά, δεν υπήρξε διαδικασία ελέγχου για το αν τα υποκείμενα τις κατανοούσαν. Έτσι τα αποτελέσματά τους δεν θα μπορούσαν να διακρίνουν ανάμεσα από τις δύο ακόλουθες πιθανότητες: οι διαφορές που παρατηρήθηκαν ανάλογα με την ηλικία θα μπορούσαν να εξαρτώνται από τον βαθμό κατανόησης της πειραματικής εργασίας ή και από τις εξελικτικές αλλαγές στην γνωστική διαδικασία.

Δεύτερον, μια πιο περιεκτική έρευνα διαφόρων επιφανειών του σώματος σε διαφορετικούς προσανατολισμούς και θέσεις (Parsons και Shimojo 1987, Shimojo κλπ, 1989), έχει υποδείξει ότι το σύστημα της "διερμήνευσης" είναι σύνθετο, έτσι ώστε να είναι απίθανο η ανάπτυξή του να μπορεί να εξηγηθεί με απλές αρχές όπως είναι η αποκέντρωση ή η "χωρική αίσθηση της διάστασης μπροστά - πίσω".

Τρίτον, αυτές οι μελέτες εξήγαγαν τα συμπεράσματά τους μόνο από πειραματικές εργασίες σχετικές με το δέρμα. Όμως, όπως σημειώθηκε παραπάνω, τα προηγούμενα ευρήματα υποθέτουν ότι οι βαθύτεροι μηχανισμοί μπορεί να είναι πιο γενικοί, και ίσως να περιλαμβάνουν την ενσωμάτωση των διαδικασιών αίσθησης και κίνησης.

Για τους λόγους αυτούς προτείνουμε ότι μια σύγκριση ανάμεσα στις πειραματικές εργασίες τόσο της επιδερμικής αντίληψης όσο και της παραγωγής κίνησης (Parsons και Shimojo 1987, Shimojo κλπ, 1989), μπορεί να αποφέρει ένα πιο βοηθητικό μοντέλο, για την εξήγηση ενός γενικού συστήματος "διερμήνευσης", και ότι τα πειράματα θα πρέπει να είναι τέτοια ώστε να απαιτούν τις ελάχιστες λεκτικές ικανότητες.

 1.2 Το ζήτημα της αγνωσίας του δεξιού - αριστερού.

 Το πιο σοβαρό πρόβλημα σε αυτές τις πρώιμες μελέτες είναι ότι όταν τα παιδιά αρχίζουν να μαθαίνουν να γράφουν ή να διαβάζουν, είναι αρκετά αδιάφορα στην διάκριση ανάμεσα στα φυσιολογικά γράμματα και τα κατοπτρικά αντίστροφά τους, στην αυθόρμητη γραφή, ακόμα και σε επιφάνειες που βλέπουν προς τα εμπρός ή προς τα πάνω, καθώς επίσης και σε εργασίες διαχωρισμού. [E.J. Gibson(1962), επίσης βλ. Davidson (1934), Howard(1982), Howard και Templeton (1966), και Vogel (1980) για ανασκοπήσεις σε σχετικά ζητήματα. Βλ. Imagawa(1981) και Tanaka(1986) για ανασκοπήσεις συγκρίσιμων ευρημάτων σε παιδιά από την Ιαπωνία.].

Αυτά τα αποτελέσματα υφίστανται, πιθανώς διότι τα παιδιά δεν έχουν μάθει να εκτιμούν ότι ο προσανατολισμός ενός γράμματος είναι ένα απαραίτητο συστατικό της ταυτότητός του.Αυτό δεν προκαλεί έκπληξη επειδή κανένα άλλο αντικείμενο οκείο προς το παιδί δεν έχει αυτή την ιδιότητα .[Για περισσότερη θεωρητική διαπραγμάτευση βλ. Casey(1986), E.J.Gibson(1962), Rudell και Teuber (1963) και Vogel(1980).]

Παρ' όλα τα συμπερασματικά στοιχεια για την αγνωσία δεξιού - αριστερού στα μικρά παιδιά και την σημασία της για τις αναπτυξιακές θεωρίες της γνωστικής λειτουργίας είναι έως τώρα ασαφές εάν αυτή η πρώιμη τάση για μη αναγνώριση του αριστερού και του δεξιού σχετίζεται με την ύπαρξη των "κατοπτρικών αναστροφών" στην αντίληψη ενός σχήματος από την επιδερμίδα σε διάφορα σημεία του σώματος, και την παραγωγή κίνησης σε διάφορες επιφάνειες.

Αυτή η πιθανότητα είναι ιδιαίτερης σημασίας διότι η γενική αγνωσία δεξιού - αριστερού των πρώιμων ηλικιών εξαφανίζεται κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης, ενώ αντίθετα οι κατοπτρικές αναστροφές που προκαλούνται από το "σωματικό διάγραμμα" και τους "χωρικούς παράγοντες" παρατηρούνται συχνά σε ενήλικα υποκείμενα. Μια νέα τεχνική είναι απαραίτητη για τον διαχωρισμό αυτών των δύο, ενδεχομένως διαχωρίσιμων, ειδών της κατοπτρικής αναστροφής.

 1.3 Το πειραματικό μας μοντέλο

 Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, σε ενήλικες συμμετέχοντες στο πείραμα, ένα σχήμα που σχεδιάζεται στο μέτωπο σχεδόν πάντα εκλαμβάνεται ως "κατοπτρική αναστροφή", ενώ αντίθετα, ένα σχήμα που σχεδιάζεται στο πίσω μέρος του κεφαλιού εκλαμβάνεται πάντοτε ως "μή αναστραφέν".

Η εύρεση ενός υψηλού ποσοστού κατοπτρικής αναστροφής στο μέτωπο μικρών παιδιών, δεν θα αποδείκνυε ότι παρουσιάζουν κατοπτρική αναστροφή οφειλόμενη στους παράγοντες του χώρου ή του σώματος, διότι το υψηλό αυτό ποσοστό αναστροφής μπορεί απλώς να προκαλείται από την γενική παιδική αγνωσία της διάκρισης μεταξύ αριστερου - δεξιού, όπως αναλύθηκε παραπάνω.

Αντίθετα, εάν τα ποσοστά κατοπτρικής αναστροφής ήταν πολύ χαμηλά στο πίσω μέρος του κεφαλιού, σε αυτά τα νεαρά υποκείμενα, αυτό θα υποδείκνυε ότι οι παρατηρούμενες κατοπτρικές αναστροφές είναι σχετικές με σωματικούς ή χωρικούς παράγοντες και δεν απορρέουν από μια γενική άγνοια του αριστερού - δεξιού, ούτε από το ότι δεν κατάλαβαν τις οδηγίες.

Ως εκ τούτου θεωρήσαμε τις τάσεις αντίθετης απάντησης σε σχέση με τις δύο επιφάνειες της κεφαλής και της παλάμης ως απόδειξη για μια "καθαρή" ροπή προς την κατοπτρική αναστροφή, η οποία είναι ανεξάρτητη από την γενική αγνωσία αριστερού - δεξιού που παρατηρείται στις πρώιμες ηλικίες. Η ίδια λογική εφαρμόστηκε και στις πειραματικές εργασίες που σχετίζονταν με την "επιδερμική αντίληψη" και σ' εκείνες που σχετίζονταν με την "κινητική παραγωγή", σ' αυτή την μελέτη.

Επίσης, εκτιμήσαμε τις πιθανές αναπτυξιακές μεταβολές ελέγχοντας δύο ηλικιακές ομάδες (τετράχρονα και οκτάχρονα παιδιά).

 

2. Μέθοδος

2.1 Υποκείμενα

 Δεκαπέντε παιδιά (έξι θήλεα, εννέα άρρενα) στο Νηπιαγωγείο Οχοκαγιάμα στο Οχτακού του Τόκιο, που προσφέρθηκαν εθελοντικά ως υποκείμενα. Η μέση ηλικία τους ήταν 4 έτη και 9 μήνες και οι ηλικίες τους κυμαίνονταν από 4 έτη και 3 μήνες μέχρι 5 έτη και 1 μήνα. Τα πιο πολλά μπορούσαν να γράφουν λίγα γράμματα (συνήθως μόνο το όνομά τους στην διάλεκτο Κάνα).

Δεκαπέντε παιδιά, (έξι θήλεα, εννέα άρρενα) που παρακολουθούσαν το Δημοτικό Σχολείο στην περιοχή Μαχίντα του Τόκιο, επίσης προσφερθέντα εθελοντικά ως υποκείμενα. Η μέση τους ηλικία ήταν 8 έτη και 0 μήνες, και οι ηλικίες τους κυμαίνονταν από 7 έτη και 4 μήνες μέχρι 8 έτη και 4 μήνες. Η μητρική γλώσσα των παιδιών και στις δύο ηλικιακές ομάδες ήταν η Ιαπωνική. Όλα τα υποκείμενα ήταν δεξιόχειρα.

 2.2. Ερεθίσματα

Τα ερεθίσματα για την οπτική αντιστοίχιση και τις εργασίες γραφής ήταν δύο κάρτες μεγέθους 7,5 εκ Χ 10,5 εκ. σε κάθε μια από τις οποίες είχε σχεδιαστεί ένα από τα δύο πεζά γράμματα (p ή q). Υπήρχε άλλο ένα ζευγάρι κάρτες: Η κάρτα Α (με το p στα αριστερά και το q στα δεξιά) και η κάρτα Β (με το q στα αριστερά και το p στα δεξιά).(*) Αυτές χρησιμοποιήθηκαν ως υποδείγματα με τα οποία τα παιδιά αντιστοιχούσαν τα ερεθίσματα κατά την οπτική αντιστοίχηση και κατά τις εργασίες της επιδερμικής αντίληψης.


(*) Επιλέξαμε αυτά τα γράμματα ως ερεθίσματα για διευκόλυνση της σύγκρισης με την Αγγλική βιβλιογραφία. Ακόμα κι αν το αλφάβητο ήταν σχετικά μη οικείο στα παιδιά, οι πιλοτικές μας παρατηρήσεις υποδείκνυαν ότι οι τάσεις της κατοπτρικής αναστροφής θα έπρεπε να είναι ανεξάρτητες από το ερέθισμα (γράμματα, σύμβολα, τυχαία σχήματα χωρίς νόημα).


 2.3 Σχεδιασμός

 Το κύριο πείραμα περιλάμβανε δύο ενότητες (α) γράψιμο και (β) δερματική αντίληψη (μ' αυτή τη σειρά για κάθε υποκείμενο). Αυτή η καθορισμένη σειρά, σε αντίθεση με κάποια ανακυκλούμενη, χρησιμοποιήθηκε ούτως ώστε να είναι ευκολότερο για τα νεαρά υποκείμενα να καταλάβουν το τι έπρεπε να κάνουν, όπως υποδείχτηκε από την πιλοτική μας μελέτη. Πριν και μετά από αυτές τις δύο ενότητες, εκτελείτο μια ενότητα (ένα πειραματικό μπλοκ) οπτικής αντιστοίχησης. Το κάθε πειραματικό μπλοκ αποτελούνταν από δέκα προσπάθειες, πέντε προσπάθειες με το "p" και πέντε προσπάθειες με το "q" σε τυχαία σειρά. Το μπλοκ διαιρούνταν σε δύο μισά: Στις πέντε πρώτες προσπάθειες εχρησιμοποιείτο η κάρτα Α(Β) και στις πέντε δεύτερες προσπάθειες εχρησιμοποιείτο η κάρτα Β(Α).

Η ενότητα του γραψίματος αποτελούνταν από δύο πειραματικά μπλοκ, ένα για κάθε μια από τις δύο επιφάνειες γραφής και η ενότητα της "επιδερμικής αντίληψης" αποτελούνταν από πέντε μπλοκ, από ένα για κάθε μια επιφάνεια του σώματος ή τον προσανατολισμό της. Έτσι, κάθε υποκείμενο εκτέλεσε εννέα πειραματικά μπλοκ που περιλάμβαναν την οπτική αντιστοίχηση, το γράψιμο και την αντίληψη μέσω του δέρματος.

 2.4 Διαδικασίες

 Σ' ένα προκαταρκτικό πείραμα, κάθε υποκείμενο στην ομάδα των τετράχρονων, κλήθηκε πρώτα να σχεδιάσει σ' ένα φύλλο χαρτιού πάνω στο τραπέζι, τα γράμματα που γνώριζε, για να δούμε εάν υπήρχε αυθόρμητη τάση προς την κατεύθυνση της "κατοπτρικής" γραφής. Έπειτα, τελέστηκε το κύριο μέρος του πειράματος, Κατά την διάρκεια κάθε μιας ενότητας, το υποκείμενο κάθονταν σε μια καρέκλα.

Το οπτικό ερέθισμα, και η κάρτα Α ή Β τοποθετούνταν πάντοτε στο τραπέζι οριζόντια μπροστά από το υποκείμενο. Το οπτικό ερέθισμα παρουσιάζονταν για δύο με τρία δευτερόλεπτα. Η κάρτα Α ή Β παρέμενε ορατή μέχρις ότου απαντούσε το υποκείμενο. Τα υποκείμενα ελέγχονταν ατομικά.

2.4.1 Οπτική αντιστοίχιση.

 Δείχνονταν στο υποκείμενο το ερέθισμα, ( το "p" ή το "q" ) και καλούνταν να δείξει το ιδιο γράμμα στην κάρτα Α ή Β. Το ερέθισμα απομακρύνονταν πριν το υποκείμενο απαντήσει έτσι ώστε να μην είναι δυνατή καμμία ταυτόχρονη αντιστοίχηση.

 2.4.2  Γράψιμο.

 Στις προσπάθειες του πρώτου μπλοκ, (δέκα προσπάθειες),το ερέθισμα δείχνονταν στο υποκείμενο και καθοδηγούνταν να το σχεδιάσει σε ένα φύλλο χαρτιού στο τραπέζι. Έπειτα, στο δεύτερο μπλοκ (άλλες δέκα προσπάθειες), το ερέθισμα δείχνονταν στο υποκείμενο και καλούνταν να το σχεδιάσει σε ένα φύλλο χαρτιού που ήταν κολλημένο στην κάτω πλευρά του τραπεζιού. Έτσι το υποκείμενο δεν μπορούσε να δει το χαρτί ούτε το γράμμα το οποίο σχεδίαζε. Το ερέθισμα απομακρύνονταν από το οπτικό πεδίο, πριν το υποκείμενο ξεκινήσει το γράψιμο.

 2.4.3   Επιδερμική αντίληψη

 Στο υποκείμενο δίνονταν οι ακόλουθες οδηγίες: "Θα ζωγραφίσω ένα γράμμα στην επιφάνεια του σώματός σου, χρησιμοποιώντας τη μύτη αυτού του μολυβιού. Κλείσε τα μάτια σου καθώς θα σχεδιάζω το γράμμα. Έπειτα άνοιξε τα μάτια σου και δείξε ένα από τα δύο σχέδια σε αυτή την κάρτα που ταιριάζει με το γράμμα που σχεδιάστηκε στο σώμα σου". Έπειτα δειχνόταν η κάρτα Α ή Β και επαναλαμβάνονταν κάποιες προσπάθειες εξάσκησης μέχρις ότου το υποκείμενο καταλάβαινε επαρκώς την διαδικασία. Η ίδια κάρτα (Α ή Β) χρησιμοποιούνταν για τις πέντε πρώτες προσπάθειες και έπειτα χρησιμοποιούνταν ή άλλη κάρτα (Β ή Α) για το υπόλοιπο μπλοκ. Η σειρά ανάμεσα στα υποκείμενα υπήρξε τυχαία. Δέκα προσπάθειες (ένα μπλοκ) συμπληρώνονταν για μία επιφάνεια και έπειτα το επόμενο μπλοκ εκτελούνταν σε άλλη επιφάνεια. Οι ακόλουθες σωματικές επιφάνειες ελέγχθηκαν σε μια από τις ακόλουθες δύο σειρές:

Σειρά α) :

  • (i) παλάμη κατευθυνόμενη προς τα πάνω και με τον βραχίονα τεντωμένο προς τα εμπρός (παλάμη προς τα πάνω),
  • (ii) μέτωπο,
  • (iii) παλάμη κατευθυνόμενη προς τα κάτω και με τον βραχίονα τεντωμένο προς τα εμπρός (παλάμη προς τα κάτω),
  • (iv) πίσω μέρος του κεφαλιού,
  • (v) παλάμη κατευθυνόμενη προς τα εμπρός με τα δάχτυλα να δείχνουν προς τα πάνω και τον βραχίονα τεντωμένο προς τα εμπρός (παλάμη προς τα έξω).

Σειρά β):

  • (i) παλάμη προς τα πάνω,
  • (ii) πίσω μέρος κεφαλιού,
  • (iii) παλάμη προς τα έξω,
  • (iv) μέτωπο,
  • (v) παλάμη προς τα κάτω.

Σε κάθε προσπάθεια, το σχήμα του ερεθίσματος ( το "p" ή το "q") σχεδιαζόταν στην σωματική επιφάνεια με μια κίνηση, αρχίζοντας από το ελεύθερο κάτω άκρο. Πέντε προσπάθειες για το "p" και πέντε για το "q", εκτελούνταν σε τυχαία σειρά για κάθε μπλοκ. Το μέγεθος του σχήματος για το ερέθισμα ήταν περίπου 3εκ Χ 5εκ. Το μέγεθος επιλέχθηκε ως συμβιβασμός ανάμεσα στο περιορισμένο μέγεθος μερικών μελών του παιδικού σώματος και στην προτίμηση για ένα μεγαλύτερο ερέθισμα που θα διευκόλυνε την αναγνώριση. (Loomis, 1981).

Επιπροσθέτως, επιλέγησαν τυχαία έξι παιδιά από τα αρχικά δεκαπέντε υποκείμενα της τετράχρονης ομάδας, για ένα άλλο πείραμα στην επιδερμική αντίληψη, στο οποίο τα ρωτούσαμε να κατονομάσουν το γράμμα του ερεθίσματος, αντί να δείχνουν σε ένα γράμμα της κάρτας. Αυτό το επιπρόσθετο πείραμα, το οποίο πραγματοποιήθηκε μέσα σε δύο εβδομάδες από την ημέρα που κάθε υποκείμενο εκτέλεσε το κύριο πείραμα, είχε σκοπό να ελέγξει εάν οι απαντήσεις των υποκειμένων εξαρτιώνταν από το είδος της απάντησης που απαιτούνταν. Πριν το πείραμα της κατονομασίας του ερεθίσματος, εξασκούνταν μέχρις ότου μπορούσαν να θυμούνται και να ονομάζουν τα γράμματα "p" και "q" με ακρίβεια. Τα υποκείμενα εκτέλεσαν τρία μπλοκ (με δέκα προσπάθειες το καθένα) κάτω από τις ακόλουθες συνθήκες, σε τυχαία σειρά: (i) μέτωπο, (ii) παλάμη προς τα πάνω, και (iii) παλάμη προς τα κάτω.

2.5 Περιγραφή των ερεθισμάτων και των αποτελεσμάτων τους

 Χρησιμοποιήσαμε ερεθίσματα προσδιορισμένα από τον πειραματιστή. Για παράδειγμα, όταν ο πειραματιστής σχεδίαζε το γράμμα "p" στο μέτωπο του υποκειμένου και το υποκείμενο το εξελάμβανε ως "q", εμείς εξακολουθούσαμε να περιγράφουμε το ερέθισμα ως "p" παρά ως "q". Χάριν σταθερότητας, επίσης χρησιμοποιήσαμε την οπτική γωνία του πειραματιστή για να αναλύσουμε τα δεδομένα. Έτσι, για το παράδειγμα που αναφέραμε παραπάνω, η απάντηση "q" κατηγοριοποιούνταν ως αστοχία ή "κατοπτρική αναστροφή", ενώ αντίθετα η απάντηση "p" κατηγοριοποιούνταν ως φυσιολογική απάντηση. Τα ίδια ίσχυσαν και για τις πειραματικές εργασίες της "κινητικής παραγωγής". Για περισσότερη διαπραγμάτευση σχετικά με το πλαίσιο αναφοράς, βλέπε το τμήμα 4.

 

3. Αποτελέσματα

3.1 Σύγκριση ομάδων με και χωρίς αυθόρμητη κατοπτρική αναστροφή

 Μερικά παιδιά, στο γκρουπ των τετράχρονων, (στο προκαταρκτικό πείραμα) επέδειξε μια τάση προς την κατεύθυνση μιας αυθόρμητης κατοπτρικής αναστροφής τόσο κατά την γραφή γραμμάτων όσο και στο τεστ της οπτικής αντιστοίχησης. Πάνω στην βάση των αποτελεσμάτων αυτών των τεστ, τα υποκείμενα χωρίστηκαν σε δύο ομάδες υπό δύο διαφορετικά κριτήρια. Χρησιμοποιήθηκαν μη-παραμετρικά τεστ για την σύγκριση των δεδομένων από τις εργασίες του γραψίματος και της "επιδερμικής αντίληψης", για να αποφασισθεί εάν οι ομάδες διέφεραν σημαντικά στα ποσοστά της κατοπτρικής αναστροφής.

 3.1.1 Ανάλυση με βάση το γράψιμο

 Τα υποκείμενα κατηγοριοποιήθηκαν σε δύο ομάδες: (α) υποκείμενα που παρήγαγαν κατοπτρική αναστροφή τουλάχιστον μία φορά στο προκαταρκτικό πείραμα (πέντε υποκείμενα) και (β) υποκείμενα που δεν παρήγαγαν κατοπτρική αναστροφή (δέκα υποκείμενα). Τα μη παραμετρικά "τεστ U" των Mann και Whitney δεν αποκάλυψαν κάποια σημαντική διαφορά στα ποσοστά αστοχίας αυτών των δύο ομάδων, ούτε στο πείραμα της οπτικής αντιστοίχησης (U=21, n= 5, 10), ούτε της επιδερμικής αντίληψης (U=14,5, n= 5, 10), αλλά ούτε και στο πείραμα του γραψίματος (U=12,5, n= 5, 10)(*)  Θα έπρεπε να σημειωθεί ότι ο αριθμός των γραμμάτων που γράφηκαν αυθόρμητα, ποίκιλε από το ένα υποκείμενο στο άλλο, έτσι η ευκαιρία για την παραγωγή κατοπτρικής γραφής ποίκιλε επίσης. Σε μια προσπάθεια να υπερκερασθεί αυτό το πρόβλημα έγινε η ακόλουθη ανάλυση, που βασίστηκε στα δεδομένα της οπτικής αντιστοίχησης, κατά την οποία ο αριθμός των προσπαθειών που περιλήφθηκε ήταν ο ίδιος για όλα τα υποκείμενα.


(*) Οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για μια κανονική μέτρηση ANOVA, όπως είναι η ομαλή κατανομή και οι λογικά ομοιογενείς διακυμάνσεις, φαινόταν να είναι πολύ απίθανες, δεδομένης της ιδιομορφίας των φαινομένων με τα οποία ασχολούμεθα. Εξ αυτού του λόγου, αποφασίσαμε να χρησιμοποιήσουμε τα μη παραμετρικά τεστ για τις περισσότερες αναλύσεις. Εν τούτοις, για να υπάρξει διπλός έλεγχος, δοκιμάσαμε και την επαναλαμβανόμενη μέτρηση ANOVA για τις αναλύσεις δεδομένων και αυτής και όλων των υπολοίπων ομάδων. Όπως ήταν αναμενόμενο, τα αποτελέσματα δεν διέφεραν σημαντικά από αυτά που σημειώθηκαν στα μη-παραμετρικά τεστ.


 3.1.2 Ανάλυση με βάση την οπτική αντιστοίχηση δεδομένων

 Τα υποκείμενα κατηγοριοποιήθηκαν σε δύο ομάδες σύμφωνα με τον αριθμό των αντιστροφών στις δύο ενότητες της οπτικής αντιστοίχησης: (α) Υποκείμενα που επέδειξαν κατά μέσο όρο λιγότερο από 90% επιτυχίες στα τμήματα της οπτικής αντιστοίχησης (πέντε υποκείμενα). (β) Υποκείμενα που επέδειξαν κατά μέσο όρο τουλάχιστο 90% επιτυχείς απαντήσεις (δέκα υποκείμενα). Ξανά, δεν βρέθηκε σημαντική διαφορά στα ποσοστά αστοχίας ανάμεσα στις δύο ομάδες, ούτε στο τεστ της επιδερμικής αντίληψης (U=21,5, n= 5, 10), ούτε στο τεστ του γραψίματος (U=20, n= 5, 10).

Επειδή δεν βρέθηκαν σηματικές διαφορές ανάμεσα στις δύο ομάδες, τα δεδομένα αυτών των ομάδων συνδυάστηκαν για όλες τις άλλες αναλύσεις

 3.2 Σύγκριση της απόδοσης στα πρώτα και στα δεύτερα μισά των μπλοκ (αποτελέσματα εξάσκησης) και σύγκριση της απόδοσης με τις κάρτες Α και Β.

 Στην ομάδα των τετράχρονων, η μόνη σημαντική διαφορά, ανάμεσα στα πρώτα και τα δεύτερα μισά των μπλοκ των δεκα προσπαθειών, βρέθηκε στην κατάσταση "με την παλάμη προς τα κάτω", στην οποία υπήχαν περισσότερες αστοχίες στο πρώτο μισό (F1,14 = 7,83, p<0.025 σύμφωνα με την επαναλαμβανόμενη μέτρηση ANOVA).

Δεν βρέθηκαν σημαντικές διαφορές στην ομάδα των οκτάχρονων.

Υπήρξε σημαντική διαφορά στην απόδοση με την κάρτα Α και την κάρτα Β, μόνο για την ομάδα των τετράχρονων και στην κατάσταση "με την παλάμη προς τα επάνω", στην οποία υπήρχαν περισσότερες αστοχίες στην κάρτα Α.(F1,14 = 15,32, p<0.01 σύμφωνα με την επαναλαμβανόμενη μέτρηση ANOVA).

Δεν βρέθηκαν σημαντικές διαφορές στην ομάδα των οκτάχρονων.

Ερμηνεύσαμε τις διαφορές σαν τυχαίες διακυμάνσεις, και για το λόγο αυτό συμψηφίσαμε όλα τα δεδομένα για τις επόμενες αναλύσεις.

 3.3 Σύγκριση των καταστάσεων χιαστί.

 Η ανάλυση των δεδομένων σύμφωνα με το τεστ ANOVA του Friedman (αμφίδρομη ανάλυση των διακυμάνσεων κατά τάξεις) έδειξε ότι ο προσανατολισμός της επιφάνειας είχε ένα σημαντικό αποτέλεσμα χ28, r=89,65, p<0,005 στην ομάδα των τετράχρονων και χ28, r=91,46, p<0,005 στην ομάδα των οκτάχρονων), όταν συμψηφίστηκαν τα αποτελέσματα των δύο πειραματικών εργασιών. Ειδικότερα, η επικράτηση των αστοχιών (των κατοπτρικών αναστροφών) εμφανίστηκε κάτω από τις ακόλουθες καταστάσεις: Επιδερμική αντίληψη στο μέτωπο, στην παλάμη που έβλεπε προς τα κάτω και την παλάμη που έβλεπε προς τα εμπρός και επίσης στο γράψιμο πάνω σε επιφάνεια που έβλεπε προς τα κάτω (βλ. σχ. 1)

 3.4 Σύγκριση ανάμεσα στα παιδιά και τους ενήλικες

 Το σχήμα 1 δείχνει τα δεδομένα για αυτά τα παιδιά, μαζί με τα δεδομένα από συγκρίσιμες μελέτες βλεπόντων ενηλίκων υποκειμένων (Parsons και Shimojo, 1987) και των εκ γενετής ή ενωρίς τυφλωθέντων υποκειμένων (Shimojo κλπ, 1989). Εδώ είναι αξιοπρόσκεκτα δύο σημεία. Πρώτον στην παρούσα μελέτη, οι συνολικές κατατομές είναι όμοιες για την τετράχρονη και την οκτάχρονη ομάδα.(Spearman-Brown r=0,82, p<0,05)

Δεύτερον, τα δεδομένα τους είναι επίσης όμοια με αυτά των ενηλίκων υποκειμένων σε προηγούμενες μελέτες, παρά τις διαφορές στις πειραματικές εργασίες που εκτελέστηκαν και στον σχεδιασμό των πειραμάτων.

Σχήμα 1. Ποσόστωση της κατοπτρικής αναστροφής (=αστοχίας, λανθασμένων απαντήσεων) στην επιδερμική αντίληψη και τις εργασίες κινητικής παραγωγής (=γραψίματος).Η απουσία στηλών που αντιστοιχούν στην δερματική αντίληψη στο πίσω μέρος του κεφαλιού, και στο γράψιμο σε επιφάνειες που βλέπουν προς τα πάνω για τυφλούς και βλέποντες ενήλικες, υποδηλώνει ότι η ποσοστιαία αστοχία ήταν μηδέν. Τα δεδομένα για βλέποντες ενήλικες λήφθηκαν από τον Simojo (1981), (γράψιμο) και τους Parsons και Simojo (1987), (δερματική αντίληψη).Τα δεδομένα για τους τυφλούς ενήλικες ήταν από τον Simojo κλπ (1989).

3.5 Ξεχωριστές Αναλύσεις

 Ο πίνακας 1 δείχνει τον αριθμό των υποκειμένων ανά περίπτωση, που εμφάνισαν επικράτηση ορθών απαντήσεων (δηλ. έξι ή περισσότερες επιτυχίες στις δέκα), ή επικράτηση λανθασμένων απαντήσεων (έξι ή περισσότερες αστοχίες). Οι αριθμοί στις παρενθέσεις στον πίνακα 1 δείχνουν τους αριθμούς των υποκειμένων που έδειξαν ατομικά ένα ποσοστό αστοχιών (ή επιτυχιών) το οποίο διέφερε σημαντικά από το επίπεδο αλλαγής (δηλ 50%). Τα τεστ(*) "χ-τετράγωνο" στον αριθμό των υποκειμένων σε κάθε συνθήκη, αποκάλυψε ότι ένα σημαντικά μεγάλος αριθμός υποκειμένων έδειξε επικράτηση αστοχιών υπό τις ακόλουθες συνθήκες: δερματική αντίληψη στο μέτωπο (p<0.005 και στην ομάδα των τετράχρονων και στην ομάδα των οκτάχρονων), παλάμη με όψη προς τα κάτω (p<0.025 στην ομάδα των τετράχρονων και p<0.005 στην ομάδα των οκτάχρονων)και παλάμη με όψη προς τα έξω (p<0.005 στην ομάδα των οκτάχρονων), και στο γράψιμο σε επιφάνεια με όψη προς τα κάτω (p<0.005 και στην ομάδα των τετράχρονων και στην ομάδα των οκτάχρονων).


(*) Τα τεστ "χ-τετράγωνο", μπορούν να εφαρμοσθούν στα δεδομένα του αριθμού των υποκειμένων, διότι η πιθανότητα ενός συγκεκριμένου υποκειμένου να επικρατήσει λανθασμένα (ή ορθά) σε μία συνθήκη είναι 50%, και τα υποκείμενα μπορούν να θεωρηθούν ανεξάρτητα το ένα από το άλλο.


Δεν βρέθηκε σημαντική διαφορά στην δερματική αντίληψη της παλάμης με όψη προς τα έξω, στην ομάδα των τετράχρονων. Ένας σημαντικά μεγάλος αριθμός υποκειμένων εμφάνισε επικράτηση ορθών απαντήσεων σε όλες τις άλλες συνθήκες. Το αποτέλεσμα αυτών των ξεχωριστών αναλύσεων είναι, σε γενικές γραμμές, συνεπές με τις ομαδικές αναλύσεις που περιλαμβάνονται στο σχήμα 1.

 Πίνακας 1.

Πειραματική Εργασία Ομάδα Τετράχρονων Ομάδα Οκτάχρονων
  Ν Επιτυχ Ν Αστοχ p Ν Επιτυχ Αστοχ p
Οπτική Αντιστοίχηση                    
Μπλοκ 1 15 14 0 0 ** 15 15 0 0 **
Μπλοκ 2 15 15 0 0 ** 15 15 0 0 **
Γράψιμο
Επιφ. Προς τα πάνω 15 15 0 0 ** 15 15 0 0 **
Επιφ. Προς τα κάτω 0 0 15 14 ** 0 0 15 14 **
Δερματική Αντίληψη
Μέτωπο 2 0 13 9   0,5 0 15 0  
Πίσω μέρος κεφαλής 12 8 3 0 * 14,5 14 0,5 0 **
Παλάμη προς τα πάνω 13,5 9 1,5 0 ** 14,5 13 0,5 0 **
Παλάμη προς τα κάτω 3 0 12 5 * 0 0 15 15 **
Παλάμη προς τα έξω 5,5 1 9,5 5 ασήμ 0,5 0 15 12 ασήμ

 Αριθμοί υποκειμένων που εμφάνισαν επικράτηση ορθών απαντήσεων (έξι ή περισσότερες επιτυχίες στις δέκα) Νεπιτυχ. ή επικράτηση αστοχιών (έξι ή περισσότερες αστοχίες στις δέκα) Ναστοχ. Οι αριθμοί στις παρενθέσεις δηλώνουν τους αριθμούς των υποκειμένων που εμφάνισαν μια ποσόστωση αστοχίας (ή επιτυχίας) η οποία διέφερε σημαντικά από το επίπεδο αλλαγής [δηλ. οκτώ ή περισσότερες αστοχίες (ή επιτυχίες) στις δέκα· p<0.055]. *:p<0.025, **: p<0.005 με βάση ένα τεστ τετραγωνισμού του χ που εφαρμόστηκε στο δεδομένο του αριθμού των υποκειμένων. Υπήρχαν δεκαπέντε υποκείμενα σε κάθε ομάδα. Το υποκείμενο που εμφάνιζε αστοχία 50%  μετρήθηκε ως 0,5.

3.6 Τάσεις Κατοπτρικής Αναστροφής

 Η ύπαρξη αντίθετων τάσεων σε παράλληλες επιφάνειες (δηλ. έξι ή περισσότερες αστοχίες σε μια επιφάνεια με έξι ή περισσότερες επιτυχίες στην άλλη), προσδιορίστηκε ως "τάση κατοπτρικής αναστροφής". Συγκρίνοντας τις αποδόσεις των υποκειμένων σε ζεύγη παραλλήλων επιφανειών (πχ γράψιμο σε επιφάνειες που έβλεπαν προς τα πάνω και προς τα κάτω, δερματική αντίληψη στο μέτωπο και στο πίσω μέρος της κεφαλής, και δερματική αντίληψη σε παλάμη που έβλεπε προς τα πάνω και προς τα κάτω), αποφασίσαμε κάτω από ποιες συνθήκες έδειξαν μια τάση κατοπτρικής αναστροφής.

Τα περισσότερα υποκείμενα έδειξαν μια τάση κατοπτρικής αναστροφής, κάτω από όλες αυτές τις συνθήκες (πίνακας 2), αν και στην ομάδα των τετράχρονων, η τάση ήταν ισχυρότερη στον τομέα του γραψίματος και ασθενέστερη στην δερματική αντίληψη μέσω της κεφαλής.

Οι αριθμοί στις παρενθέσεις στον πίνακα 2 υποδηλώνουν τον αριθμό των υποκειμένων τα οποία ατομικά έδειξαν μια τάση κατοπτρικής αναστορφής η οποία ήταν στατιστικά σημαντική στα τεστ τετραγωνισμού του χ

(Τα τεστ επαναλαμβανόμενων μετρήσεων ANOVA αποκάλυψαν ότι η τάση κατοπτρικής αναστροφης είναι σημαντική και στα τρία ζεύγη συνθηκών (p<0.001))

Πίνακας 2.

Συγκρινόμενες Συνθήκες Ομάδα Τετράχρονων Ομάδα Οκτάχρονων
  Ντκ Ντ0 Ντκ Ντ0
Γράψιμο σε επιφάνεια
Προς τα πάνω / κάτω 15 15 0 15 15 0
Δερματική αντίληψη
Παλάμη πάνω / κάτω 15 15 0 15 15 0
Μέτωπο / πίσω μέρος κεφαλιού 0 0 15 0 0 15

Αριθμοί υποκειμένων που εμφάνισαν μια τάση κατοπτρικής αναστροφής Ντκ και αυτών που δεν εμφάνισαν Ντ0. Οι αριθμοί στις παρενθέσεις δηλώνουν τους αριθμούς των υποκειμένων που εμφάνισαν μια ταση κατοπτρικής αναστροφής, η οποία ήταν στατιστικά σημαντική στις ατομικές αναλύσεις τετραγωνισμού του χ (p<0.05). Υπήρχαν δεκαπέντε υποκείμενα σε κάθε ομάδα.

3.7 Σύγκριση των δεδομένων του τεστ δερματικής αντίληψης όταν ζητήθηκε να κατονομαστεί ή να υποδειχθεί το ερέθισμα

Στις εργασίες ελέγχου της δερματικής αντίληψης όπου τα τετράχρονα παιδιά κλήθηκαν να κατονομάσουν ή να υποδείξουν το ερέθισμα, δεν υπήρξε σημαντική διαφορά μεταξύ των απαντήσεων για κανένα από τα υποκείμενα, εκτός από ένα που είχε περισσότερες αστοχίες όταν κατονόμαζε τα ερεθίσματα που σχεδιάζονταν στο πίσω μέρος του κεφαλιού. (χ2 =5,95, p<0.025).

Οι συσχετισμοί ανάμεσα στα δεδομένα κατονομασμού και επίδειξης για τα έξι υποκείμενα ήταν r=0.66(ns) για το μέτωπο, r=0.11(ns) για το πίσω μέρος του κεφαλιού, και r=0.39(ns) για την παλάμη που έβλεπε προς τα κάτω. Έτσι, υπήρχαν μόνο ασθενείς συσχετισμοί ανάμεσα στα δεδομένα επίδειξης και κατονομασμού. Για όλες αυτές τις τάσεις, όμως, η ποσότητα των δεδομένων ήταν πάρα πολύ μικρή για να είναι στατιστικώς αδιαμφισβήτη.

 

4. Πραγμάτευση

Τα φαινόμενα κατοπτρικής αναστροφής τα οποία έχουν αναφερθεί σε ενήλικα υποκείμενα (Parsons και Shimojo 1987, Shimojo 1981, Shimojo κλπ 1989) βρέθηκαν επίσης και στην ομάδα των τετράχρονων παιδιών και στην ομάδα των οκτάχρονων σε αυτή τη μελέτη.

Υπάρχουν τρία κύρια ευρήματα από αυτή τη μελέτη:

Πρώτον, οι κατοπτρικές αναστροφές (προσδιοριζόμενες με όρους του πλαισίου αναφοράς του πειραματιστή) βρέθηκαν όχι μόνο στις πειραματικές εργασίες της κινητικής παραγωγής (γραφής), αλλά επίσης και στις εργασίες της δερματικής αντίληψης. Επειδή, στο κύριο πείραμα, όλα τα υποκείμενα εκτέλεσαν τις εργασίες της κινητικής παραγωγής και της δερματικής αντίληψης μ' αυτή τη σειρά, θα μπορούσε κάποιος να αντιτείνει ότι η κατοπτρική αναστροφή στα επιδερμικά τεστ εξαρτήθηκε από την προηγούμενη κινητική εμπειρία. Όμως, στο επιπρόσθετο πείραμά μας(*)  τα αποτελέσματα από την ενότητα χωρίς προηγηθέν γράψιμο, ήταν παρόμοια με εκείνα της ενότητας μετά από προηγηθέν γράψιμο.


(*) Για να εξακριβώσουμε εάν οι παρατηρηθείσες τάσεις προς την κατοπτρική αναστροφή στα δερματικά τεστ, ήταν ανεξάρτητες από τις προηγηθείσες ενότητες του γραψίματος και της οπτικής αντιστοίχισης, ελέγξαμε δύο επιπλέον υποκείμενα (ηλικίας 4 ετών και 2 μηνών και 4 ετών και 7 μηνών).


Οι διαδικασίες ήταν οι ίδιες με του κυρίου πειράματος, μόνο που απαλείφθηκε το τμήμα της οπτικής αντιστοίχισης. Εκτελέσαμε το τμήμα του δερματικού κατονομασμού πρώτο, και έπειτα το κινητικό τμήμα (αντίθετη σειρά με εκείνη του κυρίου πειράματος.) Σχεδιάστηκε ένα ερέθισμα (p ή q) στην παλάμη που έβλεπε προς τα πάνω, ενός υποκειμένου με τα μάτια ήταν κλειστά, και το υποκείμενο κλήθηκε να κατονομάσει το γράμμα. (Αυτή η διαδικασία ήταν ταυτόσημη με εκείνη που χρησιμοποιήθηκε για την εργασία της δερματικού κατονομασμού στο κύριο πείραμα).

 Εκτελέστηκε μια ενότητα δερματικού κατονομασμού στην παλάμη με όψη προς τα πάνω πριν και μετά από αυτές τις δύο ενότητες, για να βεβαιωθούμε ότι το υποκείμενο κατάλαβε την διαδικασία επαρκώς. Αυτά τα δύο υποκείμενα παρουσίασαν επικράτηση αστοχιών υπό τις ακόλουθες συνθήκες: Δερματική αντίληψη στο μέτωπο, στην παλάμη προς τα κάτω, και στη παλάμη προς τα εμπρός, και στο γράψιμο σε επιφάνεια με όψη προς τα κάτω.

Αυτά τα αποτελέσματα είχαν μεγάλη συνάφεια με εκείνα των συνθηκών "επίδειξης" και "κατονομασμού" στο κύριο πείρασμα. Έτσι, η εμπειρία που αποκτήθηκε από τις εργασίες γραψίματος και οπτικής αντιστοίχησης δεν ήταν υπεύθυνη για τις τάσεις κατοπτρικής αναστροφής στο επιδερμικό τεστ του κυρίου πειράματος.

Δεύτερον, οι επιφάνειες ή τα μέρη του σώματος στα οποία παρατηρήθηκαν κατοπτρικές αναστροφές ήταν γενικά οι ίδιες με εκείνες των ενηλίκων υποκειμένων.

Τρίτον, βρέθηκαν αντίθετες τάσεις κατά τη σύγκριση της αντίληψης σε παράλληλες επιφάνειες, όπως είναι το γράψιμο σε επιφάνειες που έβλεπαν προς τα πάνω και προς τα κάτω, δερματική αντίληψη στο μέτωπο και στο πίσω μέρος της κεφαλής, και δερματική αντίληψη σε παλάμη που έβλεπε προς τα πάνω και προς τα κάτω.

Έτσι για παράδειγμα, σχεδόν όλα τα υποκείμενα έδειξαν επίμονη κατοπτρική γραφή στην επιφάνεια με όψη προς τα κάτω (βλ πίν.2, επίσης βλ. το τμήμα των αποτελεσμάτων για λεπτομέρειες.) Αυτό είναι σπουδαίας σημασίας διότι δεν μπορεί να εξηγηθεί από την γενική τάση της αγνωσίας της αριστερής και δεξιάς πλευράς σ' αυτή την ηλικία, όπως θα αναλυθεί παρακάτω.

Αυτά τα ευρήματα θέτουν ενδιαφέροντα προβλήματα σχετικά με το γνωστικό πλαίσιο αναφοράς. Για παράδειγμα, ένα γράμμα που σχεδιάζεται στο μέτωπο εκλαμβάνεται από το υποκείμενο σαν να βρίσκεται σε φυσιολογικό προσανατολισμό, ενώ είναι σε ανάποδη φορά σύμφωνα με την οπτική γωνία του πειραματιστή που βλέπει στην αντίθετη κατεύθυνση. Εν συγκρίσει, ένα γράμμα που σχεδιάζεται στο πίσω μέρος του κεφαλιού αναφέρεται από τα περισσότερα υποκείμενα ως σχεδιασθέν στην φυσιολογική φορά, όταν εμφανίζεται στην φυσιολογική φοράκαι στον πειραματιστή που στέκεται πίσω από το υποκείμενο και κοιτάζει προς την ίδια κατεύθυνση.

Εδώ παίρνουν μέρος δύο είδη πλαισίων αναφοράς. Το πρώτο πλαίσιο αναφοράς αναφέρεται στην επιφάνεια πάνω στην οποία γράφονται τα γράμματα (δηλ. "τυπικός" παρατηρητής προσδιορίζεται ως ο βλέπων την επιφάνεια). Αυτό προσδιορίζει το πλαίσιο αναφοράς με θέα στην επιφάνεια. Στο δεύτερο πλαίσιο αναφοράς "κανονικός" παρατηρητής προσδιορίζεται ως ο βλέπων προς την ίδια κατεύθυνση με το υποκείμενο. Αυτό προσδιορίζει το πλαίσιο αναφοράς με θέα στην ίδια κατεύθυνση. Σ' αυτό το πλαίσιο αναφοράς, ένα γράμμα έχει κανονικό προσανατολισμό εάν είναι κανονικό στον τυποικό παρατηρητή που κοιτάζει προς την ίδια κατεύθυνση με το υποκείμενο.Στις περισσότερες περιπτώσεις τα αποτελέσματά μας θα απλοποιούνταν περιγράφοντάς τα σε αυτό το δεύτερο πλαίσιο αναφοράς. Για παράδειγμα, τα γράμματα που σχεδιάζονται στο μπροστινό και στο πίσω μέρος του κεφαλιού θα είχαν τον ίδιο προσανατολισμό, παρά έναν "αντίθετο", διότι είναι και τα δύο φυσιολογικά μέσα στο πλαίσιο αναφοράς "αυτού που κοιτάζει προς τα εμπρός". Εν τούτοις, σ' όλη αυτή την εργασία, περιγράφουμε επιμόνως τις πειραματικές συνθήκες και τα αποτελέσματα του πλαισίου αναφοράς "με θέα στην επιφάνεια" ή "του προσδιοριζόμενου από τον πειραματιστή", για αρκετούς λόγους:

Πρώτον, έχουμε πάρει προηγουμένως πολύ παρόμοια αποτελέσματα από εργασίες που έγιναν σε εκ γενετής τυφλούς και στο δέρμα και στην κίνηση (Shimojo κλπ 1989). Έτσι η κατεύθυνση του βλέμματος μπορεί να είναι απλώς μια αναλογία.

Δεύτερον οι Parsons και Shimojo (1987), βρήκαν ότι τα υποκείμενα, όταν στέκονταν, δεν έμφάνιαζαν κατοπτρική αναστροφή σε μερικές επιφάνειες του σώματος παράλληλες με το μέτωπο, όπως είναι η εμπρός επιφάνεια του μηρού. Αυτό το αποτέλεσμα αντίκειται στις προβλέψεις που βασίζονται στο πλαίσιο αναφοράς "με θέα στην ίδια κατεύθυνση".

Τρίτον, τα αποτελέσματα που πήραμε από το χώρο πίσω από το υποκείμενο (Shimojo 1981, Parsons και Shimojo 1987) δεν θα μπορούσαν να εξηγηθούν μόνο με το πλαίσιο αναφοράς "με θέα στην ίδια κατεύθυνση". Ειδικότερα, τα αποτελέσματα του γραψίματος πάνω σε επιφάνειες που έβλεπαν προς τα μέσα ή προς τα εμπρός και πάνω σε επιφάνειες που έβλεπαν προς τα έξω ή προς τα πίσω στην πλάτη της καρέκλας στην οποία καθόταν το υποκείμενο, έρχονταν σε αντίφαση με αυτή την ερμηνεία. (Υπήρξε επικράτηση των φυσιολογικών απαντήσεων στις επιφάνειες που έβλεπαν προς τα μέσα ή προς τα εμπρός και επικράτηση των κατοπτρικών αναστροφών στις επιφάνειες που έβλεπαν προς τα έξω ή προς τα πίσω στην πλάτη της καρέκλας. Βλ.Shimojo, 1981).

Η διαπίστωση αυτών των ευρημάτων είναι ότι τα ανθρώπινα υποκείμενα φαίνονται να καθορίζουν ένα "πλαίσιο αναφοράς" ή ένα "σύστημα χωρικών συντεταγμένων", με σκοπό να εντοπίζουν και το μέλος του σώματος και το σχήμα του ερεθίσματος ή της κίνησης. (Oldfield και Philips 1983, Parsons και Shimojo 1987). Αυτό το πλαίσιο αναφοράς δεν ειναι πάντοτε το ίδιο με εκείνο του πειραματιστή (δηλ. το πλαίσιο αναφοράς με θέα στην επιφάνεια). Ο καθορισμός του συστήματος συντεταγμένων προσδιορίζεται και από "εγωκεντρικούς" και από "γεωμετρικούς" παράγοντες. (Oldfield και Philips 1983, Parsons και Shimojo 1987). Έτσι, τα ευρήματά μας υποθέτουν ότι ένα τέτοιο γνωστικό σύστημα συντεταγμένων εμφανίζεται τουλάχιστον ήδη από την ηλικία των τεσσάρων ετών. Τα ευρήματα είναι ιδιαίτερα ενδιαφέροντα σε σχέση με την προηγούμενη μελέτη με τα εκ γενετής τυφλά, ενήλικα υποκείμενα (Shimojo κλπ 1989), η οποία υποθέτει ότι το φαινόμενο δεν αντανακλά μηχανισμούς σχετιζόμενους με την όραση, ή κάποιο άλλο αισθητηριακό σύστημα, αλλά μάλλον πιο γενικούς γνωστικούς μηχανισμούς οι οποίοι ενοποιούν τα κινητικά και τα αισθητηριακά συστήματα.

Για να διευκρινίσουμε αυτό το σημείο , συγκρίναμε τα αποτελέσματα από τις εργασίες γραψίματος με αυτά της δερματικής αντίληψης σε παλάμες/επιφάνειες με φορά προς τα πάνω και προς τα κάτω. Τα αποτελέσματα είναι συγκρίσιμα για την ίδια θέση και προσανατολισμό της επιφάνειας, ανεξάρτητα από την φύση της εργασίας (δερματική ή κινητική) και αυτό ισχύει επίσης για τα τυφλά και για τα βλέποντα ενήλικα υποκείμενα. (Parsons και Shimojo 1987, Shimojo 1981, Shimojo κλπ 1989). Πιθανολογούμε ότι αυτά τα αποτελέσματα αντανακλούν ανατομικούς και/ή λειτουργικούς περιορισμούς, οι οποίοι επιβάλλονται από το "σωματικό σχεδιάγραμμα" και το γνωστικό χώρο γύρω από το σώμα, που δεν σχετίζεται με οποιαδήποτε ιδιότητα των αισθήσεων. (βλ Parsons and Shimojo 1987,1989).

Συγκρινόμενα με τους ενήλικες, όλα τα παιδιά έδειξαν εντονότερη τάση προς την κατεύθυνση της κατοπτρικής αναστροφής γράφοντας σε επιφάνεια με όψη προς τα κάτω. Στην επιδερμική αντίληψη τα αποτελέσματα ήταν λιγότερο ομοιόμορφα στην ομάδα των τετράχρονων από τους ενήλικες, αλλά αυτό δεν συνέβη απαραίτητα στην ομάδα των οκτάχρονων. Αυτά τα αποτελέσματα μπορεί να ήταν αναμενόμενα, εάν η ανάπτυξη ενός "σωματικού διαγράμματος", το οποίο καθοδηγεί την αισθητηριοκινητική λειτουργία, προηγούνταν της ανάπτυξης του πλαισίου αναφοράς για πιο παθητική αντίληψη των μορφών (των σχημάτων)(*), αν και η διαφορά ανάμεσα στις ομάδες των τετράχρονων και των οκτάχρονων μπορεί μερικώς να εξαρτάται από την φύση των εργασιών, όπως θα αναφερθεί κατωτέρω. Αυτό είναι μια υπόμνηση στις υποθέσεις του Yuki (1922) και του J.J.Gibson (1962) που αφορούσαν την σημασία του "ενεργού αγγίγματος". Αυτοί υπερτόνιζαν ότι η αντίληψη μέσω της αφής δεν είναι απλώς μια παθητική δερματική αίσθηση στην επιδερμίδα, αλλά μάλλον μια αντίληψη της αμετάβλητης δομής του αντικειμένου που βασίζεται σε μια ενεργή διερεύνηση.


(*) Όμως, τα συνολικά χαμηλά ποσοστά αναστροφής στις εργασίες οπτικής αντιστοίχησης, υποδηλώνουν ότι τα πλαίσια αναφοράς για την παθητική αντίληψη των μορφών φαίνεται επίσης να αναπτύσσονται πριν το τέταρτο έτος της ηλικίας.


Οι Oldfield και Philips (1989) προτείνουν ότι τα φαινόμενα κατοπτρικής αναστροφής είναι σύμφωνα με αυτή την άποψη του "ενεργού αγγίγματος". Εάν αυτό ισχύει, δεν θα ήταν και τόσο εκπληκτικό το ότι τα κινητικά και τα "μορφο-αντιληπτικά" σωματικά διαγράμματα αναπτύσσονται πρώτα ενώ τα πλαίσια αναφοράς, για την πιο παθητική "μορφική" αντίληψη αναπτύσσονται αργότερα, βασιζόμενα σ' αυτά τα διαγράμματα. Αυτό είναι επίσης συμβατό με την υπόθεση του Corcoran (1977) περί "ανάλυσης μέσω σύνθεσης"(βλ. Shimojo κλπ1989).

Σε αυτή την εργασία, η τυπική ενδοσκόπηση των υποκειμένων που αναφέρονται στο οπτικό γλωσσικό σχήμα του "νοερού ματιού", μπορεί να αντανακλά τον ενεργό εξερευνητικό ρόλο της όρασης ως πιλότου για το κινητικό σύστημα, παρά μια συνάφεια του φαινομένου με την όραση. Στην πραγματικότητα, τα μάτια, το κεφάλι και τα χέρια, καταχωρούνται σαν τα πιο ενεργά και κινητικά μέλη του σώματος (Valery 1960/1926). Αυτή η υπόθεση μπορεί επίσης να εξηγήσει τα εκπληκτικά παρόμοια αποτελέσματα που απορρέουν από την μελέτη μας στην δερματική αντίληψη και τις εργασίες κίνησης, διότι ακόμα και στις εργασίες της δερματικής αντίληψης, το ερέθισμα ήταν δυναμικό, αντί για κάποια στατικό, με μορφή σφραγίδας ερέθισμα, και γι' αυτό, διευκολύνονταν η "ανάλυση μέσω σύνθεσης".

Το εύρημα ότι υπάρχουν αντίθετες τάσεις σε σχέση με τις δύο αντίθετες πλευρές μιας επιφάνειας ή ενός μέλους του σώματος τάσσεται ενάντια στην πιθανότητα οι παρατηρούμενες κατοπτρικές αναστροφές να προκλήθηκαν απλώς από μια γενική αγνωσία της αριστερής και της δεξιάς κατεύθυνσης των κατοπτρικών σχεδίων εικόνων, η οποία είναι κοινή σε αυτή την ηλικία.(Βλ. Imagawa(1981) ,Tanaka(1986), Vogel (1980)). Εάν η αιτία των κατοπτρικών φαινομένων ήταν κεντρική και γνωστική, και όχι σχετιζόμενη με χωρικούς και σωματικούς παράγοντες, τότε τα ποσοστά αστοχίας θα ήταν χοντρικά συγκρίσιμα για τις δύο πλευρές.

Δύο επιπρόσθετα ευρήματα στην παρούσα μελέτη επίσης τάσσονται ενάντια σ' αυτή τη θεωρία:

Πρώτον δεν βρέθηκαν σημαντικές διαφορές κάτω από τις περισσότερες συνθήκες, ανάμεσα στην ομάδα των υποκειμένων που εμφάνιζαν αυθόρμητη κατοπτρική αναστροφή στις εργασίες γραψίματος και οπτικής αντιστοίχησης, και στην ομάδα των υποκειμένων που δεν έδειχναν τέτοια αναστροφή.

Δεύτερον, κανένα υποκείμενο δεν έδειξε μεγάλη σύγχιση στην εργασία της οπτικής αντιστοίχησης (πίνακας 1), αντίθετα με εκείνα στον E.J.Gibson(1962). 'Ετσι, τα ευρήματά μας υποθέτουν ότι οι μηχανισμοί που υποστηρίζουν τις παρατηρηθείσες κατοπτρικές αναστροφές είναι ανεξάρτητες από την γενική αγνωσία των κατοπτρικών εικόνων αυτής της ηλικίας. Αυτοί οι μηχανισμοί εμφανίζονται επίσης να είναι ανεξάρτητοι από την ανάπτυξη και την απομάκρυνση από τον εγωκεντρισμό προς τον γνωστική αποκέντρωση, διότι τα φαινόμενα κατοπτρικής αναστροφής βρέθηκαν ακόμη και πριν τα 6 ή 7 έτη, την μέση ηλικία κατά την οποία συμβαίνει η αποκέντρωση, σύμφωνα με τον Πιαζέ. (1950). Αυτό το συμπέρασμα είναι σύμφωνο με τους Farley και Cohen(1975), τους Pedrow και Busse (1970) και τον Podell(1966). [βλ. επίσης τους Fisher και Camenzuli (1987) για την τελευταία διαπραγμάτευση].

Θα έπρεπε επίσης να σημειωθεί, όμως, ότι η παιδική τάση για κατοπτρική αναστροφή σε αυτή την ηλικία, μπορεί, αν κρίνουμε από τους ασθενείς συσχετισμούς ανάμεσα στις εργασίες επίδειξης και κατονομασμού της παρούσας μελέτης, να εξαρτάται, τουλάχιστον μερικώς, από την φύση της απαιτούμενης απάντησης στο πείραμα.

Είναι ασαφές ποιο είναι το μέγεθος αυτού του ασθενούς συσχετισμού που μπορεί να εξηγηθεί από το θόρυβο και/η τις διακυμάνσεις των μετρήσεων, ή τις πραγματικές αναπτυξιακές μεταβολές του γνωστικού τους ύφους ανάμεσα στις ημερομηνίες των δύο τεστ (λιγότερο από δύο εβδομάδες). Επίσης είναι ασαφές εάν οι μικρότερες διαφορές που παρατηρήθηκαν στις δύο ηλικιακές ομάδες θα έπρεπε να αποδοθούν σε πραγματικές αναπτυξιακές αλλαγές ή στη δυσκολία των μικρότερων παιδιών να κατανοήσουν τις εργασίες. Έτσι, παραμένει ακόμα ένα ανοικτό ερωτηματικό ως προς το ποιες πειραματικές τεχνικές ταιριάζουν σε υποκείμενα αυτών των ηλικιών.

Τα παρόντα αποτελέσματα, μαζί με τα πρότερα ευρήματα (Parsons και Shimojo 1987, Shimojo 1981, Shimojo et al 1989), υποθέτουν ότι οι μηχανισμοί που υποστηρίζουν τα φαινόμενα κατοπτρικής αναστροφής αναπτύσσονται το ίδιο νωρίς με την ανάπτυξη της κίνησης και των διάφορων ειδών του βασικού αισθητο-κινητικού συντονισμού. Για να ελεγχθεί αυτή η υπόθεση, πρέπει να αναπτυχθεί μια συμπεριφοριστική τεχνική, που δεν θα απαιτεί λεκτικές οδηγίες, για τον έλεγχο άγλωσσων υποκειμένων όπως είναι τα μωρά και τα ζώα. Θα ήταν ιδιαίτερου ενδιαφέροντος να ελεγχθούν ζώα που ζουν κάτω από διαφορετικούς ανατομικούς και οικολογικούς περιορισμούς.

 

ΣΥΝΟΠΤΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ ΤΟΥ ΣΑΪΤ

Αυτό το σάιτ χρησιμοποιεί Κώδικα Καταγραφής (ΚωΚ ή cookies) κυρίως για την προβολή διαφημίσεων από την Google - Μάθετε περισσότερα...