Διαπολιτισμική Ψυχολογία: Πολιτισμός και ανάπτυξη της προσωπικότητας


Βιβλιογραφική αναφορά:

Παρούτσας, Δ., Κ., (2013),

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Βασικές έννοιες της Διαπολιτισμικής ψυχολογίας

Εννοιολογικός & λειτουργικός ορισμός του πολιτισμού

Εθνοκεντρισμός - Πολιτισμικός Σχετικισμός - Ημική και ητική προσέγγιση

Ζητήματα μέτρησης και δειγματοληψίας στην Διαπολιτισμική Ψυχολογία

Πολιτισμικά σχετιζόμενοι ορισμοί της νοημοσύνης

Γενετικές και πολιτισμικές ερμηνείες των διαπολιτισμικών διαφορών στις γνωστικές λειτουργίες

Πολιτισμός και κοινωνική συμπεριφορά

Πολιτισμός και ψυχοπαθολογία

Πολιτισμός και ανάπτυξη της προσωπικότητας

 

Η Διαπολιτισμική (διαπολιτιστική) ψυχολογία είναι ένας νέος σχετικά κλάδος της ψυχολογίας και διδάσκεται με ιδιαίτερη επιτυχία σε Ελληνικά Πανεπιστήμια. Εντούτοις πολλοί φοιτητές χάνονται στο πλήθος των συγγραμμάτων που πρέπει να μελετήσουν.

Οι πηγές που χρησιμοποιούνται είναι οι παρακάτω:

Παυλόπουλος, Β. (2003). Οι άρρητες θεωρίες των γονέων για την προσωπικότητα των παιδιών: κοινωνική-Διαπολιτισμική προσέγγιση. Στο Α.-Β. Ρήγα (Επιμ.), Το κουτί της Πανδώρας. Οικογένεια και η διαπολιτισμική της ταυτότητα σήμερα (σελ. 45-66). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Segall, M. H., Dasen, P. R., Berry, J. W., & Poortinga, Y. H. (1993). Διαπολιτισμική ψυχολογία. Η μελέτη της ανθρώπινης συμπεριφοράς σε παγκόσμιο οικολογικό πολιτιστικό πλαίσιο (Επιστημονική επιμέλεια Δ. Γεώργας). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Κατέρη, Ε., Πουρκός, Μ. & Νέστορος, Ι. (2002). Πολιτισμός και Ψυχοπαθολογία: Συνεπαγωγές των Πολιτισμικών Διαφορών για την Ψυχολογική Γνώση και την Ψυχοθεραπευτική Προσέγγιση. Στο Ν. Πολεμικός, Μ. Καΐλα & Φ. Καλαβάσης (Επιμ.), Εκπαιδευτική, Οικογενειακή και Πολιτική Ψυχοπαθολογία, Τόμος Α΄ (σσ. 366-387). Αθήνα: Ατραπός.

Wikipedia: Διάφορα σχετικά άρθρα

Τι είναι οι άρρητες θεωρίες της προσωπικότητας

Οι άρρητες θεωρίες της προσωπικότητας αναφέρονται σε γενικές πεποιθήσεις σχετικά με τη συχνότητα εμφάνισης ενός γνωρίσματος στο γενικό πληθυσμό (Παπαστάμου, 1989). Στην καθημερινή ζωή οι άνθρωποι συχνά υπονοούν την ύπαρξη θετικών ή αρνητικών γνωρισμάτων του χαρακτήρα ή της συμπεριφοράς, έτσι ώστε, από τη γνώση αποσπασματικών πληροφοριών για ένα άτομο, να «συμπληρώνουν» τα στοιχεία που λείπουν και να καταλήγουν σε γενικά συμπεράσματα για την προσωπικότητα του.

Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι οι άρρητες θεωρίες της προσωπικότητας δεν συνιστούν μόνο διεργασίες κοινωνικής απόδοσης ή απλούς λεκτικούς-σημασιολογικούς συνδυασμούς, αλλά αντανακλούν, έως ένα βαθμό τουλάχιστον, υπαρκτές συσχετίσεις μεταξύ γνωρισμάτων της προσωπικότητας (Hampson, 1988).

Από το άλλο μέρος, όπως επισημαίνει ο Ash (1946), οι συμμετέχοντες στα πειράματα του μπορεί συχνά να είχαν ελάχιστες γνώσεις γύρω από την πολιτική, την ιστορία ή τη γεωγραφία, αλλά όλοι πάντα διέθεταν μια πρόχειρη ερμηνεία για τη συμπεριφορά των άλλων και κανείς ποτέ δεν βρέθηκε σε αδυναμία να εξηγήσει πώς ταιριάζουν μεταξύ τους ακόμα και τα πιο αντιφατικά γνωρίσματα της προσωπικότητας!

Η κοινωνική ψυχολογία έχει μελετήσει εκτενώς σχετικά φαινόμενα. Για παράδειγμα, η θεωρία της κοινωνικής σύγκρισης (Festinger, 1954) υποθέτει ότι, όταν δεν υπάρχει αντικειμενικό κριτήριο εκτίμησης των αντιλήψεων ή των ικανοτήτων μας, στρεφόμαστε προς τη γνώμη των άλλων ως σημείο αναφοράς. Οι έρευνες για το φαινόμενο της αυτοεκπληρούμενης προφητείας (Jussim, 1986) αποκαλύπτουν με ποιο τρόπο η συμπεριφορά μας τείνει να ευθυγραμμίζεται με τις προσδοκίες που διαμορφώνουν οι άλλοι για μας, ακόμα κι όταν οι προσδοκίες αυτές δεν έχουν καμία απολύτως εμπειρική βάση.

Η λεξικολογική υπόθεση

Βασικό εργαλείο για τη μελέτη (επιστημονική ή καθημερινή) της προσωπικότητας είναι ο λόγος, τόσο στην προφορική όσο και στη γραπτή του μορφή. Όλες οι ανθρώπινες γλώσσες περιέχουν λέξεις (κυρίως επίθετα, αλλά και ουσιαστικά ή ρήματα) οι οποίες αντιπροσωπεύουν γνωρίσματα της προσωπικότητας, παρόλο που η χρήση των σχετικών όρων δεν περιορίζεται σε περιγραφικούς σκοπούς αλλά συχνά υποδηλώνει και αξιολογικές κρίσεις. Αυτή η παραδοχή αποτελεί το υπόβαθρο της λεγόμενης «λεξικολογικής υπόθεσης» (Goldberg, 1981), σύμφωνα με την οποία οι ατομικές διαφορές που είναι πιο σημαντικές στην καθημερινή αλληλεπίδραση των ανθρώπων τελικά θα κωδικοποιηθούν στη γλώσσα τους.

Η έρευνα για την αναζήτηση μιας γενικής και περιεκτικής ταξινομίας των χαρακτηριστικών της ανθρώπινης προσωπικότητας οδήγησε στον εντοπισμό πέντε γενικών διαστάσεων, οι οποίες προέρχονται τόσο από τη λεξικολογική ανάλυση της γλώσσας όσο και από παραγοντικές αναλύσεις ερωτηματολογίων προσωπικότητας. Πρόκειται για το μοντέλο των «πέντε παραγόντων» ή, αλλιώς, για τους «οι πέντε μεγάλοι παράγοντες της προσωπικότητας» (Εξωστρέφεια, Προσήνεια, Δεκτικότητα σε Εμπειρίες , Ευσυνειδησία και Συναισθηματική Σταθερότητα). Το σχήμα αυτό οφείλει την αποδοχή του λιγότερο σε κάποιο θεωρητικό πλαίσιο και περισσότερο στο συνεχώς αυξανόμενο όγκο των δεδομένων που επιβεβαιώνουν την εμπειρική αναπαραγωγή του με τη χρήση διαφορετικών μεθόδων ή σε διαφορετικά γλωσσικά και πολιτισμικά περιβάλλοντα (π.χ. McCrae & Costa, 1997), μεταξύ των οποίων και στην Ελλάδα (Μπεζεβέγκης & Παυλόπουλος, 1998).

Η συμβολή της Διαπολιτισμικής -ψυχολογίας

Η διαφαινόμενη σχέση μεταξύ γλώσσας, πολιτισμού και προσωπικότητας εξηγεί γιατί ο τομέας αυτός αποτέλεσε ένα από τα πρώτα αντικείμενα μελέτης της Διαπολιτισμικής -ψυχολογίας. Η ενδεχόμενη ύπαρξη καθολικών διαστάσεων της προσωπικότητας μπορεί να προσφέρει ένα πλαίσιο για την καλύτερη κατανόηση των πολιτιστικών διαφορών.

Η Διαπολιτισμική μελέτη της προσωπικότητας αναδεικνύει την αλληλεπίδραση μεταξύ οικολογικών, κοινωνικών και πολιτιστικών στοιχείων, αφενός, και ατομικών ψυχολογικών ιδιοτήτων, αφετέρου. Σε όλες τις κοινωνίες που εξετάστηκαν παρατηρήθηκε συνάφεια ανάμεσα στους τρόπους διαπαιδαγώγησης και στην ενήλικη συμπεριφορά. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν: «...τα παιδιά οδηγούνται σε μορφές συμπεριφοράς συμβατές προς τους ενήλικους ρόλους που πρόκειται να αναλάβουν και αυτές οι μορφές συμπεριφοράς, με τη σειρά τους, αντανακλούν την κοινωνικοοικονομική συνθετότητα και την κοινωνική οργάνωση» (Segall et al., 1993, σελ. 280). Η πολιτιστική μεταβίβαση λαμβάνει χώρα μέσω της κοινωνικοποίησης και του επιπολιτισμού, δηλαδή μέσω της σκόπιμης, συστηματικής διδασκαλίας που παρέχουν οι φορείς κοινωνικοποίησης, αλλά και μέσω της κοινωνικής μάθησης, απλώς και μόνο επειδή ορισμένα ερεθίσματα είναι περισσότερο διαθέσιμα σε ένα περιβάλλον από ό,τι είναι σε άλλα.

Οι γονεϊκές αντιλήψεις της παιδικής προσωπικότητας

Η επίδραση των γονέων στην ανάπτυξη του παιδιού είναι ισχυρή όσο και διαρκής. Μέσα από τις επιλογές τους παρουσιάζουν καταστάσεις οι οποίες οδηγούν τα παιδιά σε συγκεκριμένες αντιδράσεις. Για παράδειγμα, η απροσδόκητη ματαίωση των επιθυμιών του παιδιού από τη μητέρα μπορεί να οδηγήσει σε εκδήλωση επιθετικής συμπεριφοράς. Επιπλέον, οι γονείς διαθέτουν σε υπερθετικό βαθμό όλες τις μορφές κοινωνικής δύναμης (French, 1956): δύναμη αμοιβής, δύναμη εξαναγκασμού, νόμιμη δύναμη, δύναμη εμπειρίας και γνώσης, δύναμη ταύτισης.

Μέσω της θετικής και της αρνητικής ενίσχυσης οι γονείς ανταμείβουν επιλεκτικά τις συμπεριφορές του παιδιού, ρυθμίζοντας έτσι όχι μόνο τη συχνότητα αλλά και το πλαίσιο εμφάνισης τους. Κι ακόμα, οι «αυτοεκπληρούμενες προφητείες» που διατυπώνουν οι γονείς για το παιδί επηρεάζουν τελικά τη διαμόρφωση της προσωπικότητας του προς την κατεύθυνση των γονικών αντιλήψεων.

Επομένως, γίνεται φανερό ότι οι άρρητες θεωρίες των γονέων για την προσωπικότητα του παιδιού ασκούν καθοριστικό ρόλο στην πορεία της ανάπτυξης. Δεν είναι όμως πάντα σαφές πόσο έγκυρες είναι οι γονεϊκές αντιλήψεις και από ποιους παράγοντες επηρεάζονται. Ot Harkness και Super (1992) επιχειρούν να ενσωματώσουν τα ευρήματα της ψυχολογίας και της ανθρωπολογίας σχετικά με την ανθρώπινη ανάπτυξη σε ένα θεωρητικό πλαίσιο που αποτελείται από τρία συνθετικά στοιχεία:

·  (α) το φυσικό και κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο το παιδί ζει,

·  (β) τις πολιτιστικά καθορισμένες μεθόδους ανατροφής και εκπαίδευσης, και

·  (γ) τις ψυχολογικές ιδιότητες των γονέων.

Τα γνωρίσματα της προσωπικότητας των γονέων, οι αξίες τους και οι κοινωνικές αναπαραστάσεις τους για τα στάδια της ανάπτυξης επηρεάζουν τις προσδοκίες που διαμορφώνουν για το παιδί και κατ' επέκταση τη συμπεριφορά τους απέναντι του.

Τα παραπάνω στοιχεία συνθέτουν αυτό που οι συγγραφείς αποκαλούν «εθνοθεωρίες των γονέων» και αφορούν τον τρόπο με τον οποίο οι γονείς ερμηνεύουν την καθημερινή σχέση τους με το παιδί. Οι εθνοθεωρίες αυτές είναι ουσιαστικά οι άρρητες θεωρίες των γονέων για την ανάπτυξη του παιδιού, με έμφαση στο οικολογικό και πολιτιστικό περιβάλλον στο οποίο λειτουργούν και αναπαράγονται.

Οι παράγοντες που επηρεάζουν το περιεχόμενο των εθνοθεωριών των γονέων είναι αυτοί που σε μεγάλο βαθμό καθορίζουν και την εγκυρότητα των γονεϊκών αντιλήψεων για το παιδί. Τέτοιοι παράγοντες είναι:

(α) Το είδος και η ποσότητα των πληροφοριών που διαθέτουν οι γονείς για το παιδί. Δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι οι γονείς είναι πάντα σε θέση να «γνωρίζουν καλά» τα παιδιά τους. Επίσης η συνηθισμένη αστάθεια της συμπεριφοράς του παιδιού είναι ακόμα ένα στοιχείο που δυσχεραίνει την προσπάθεια των γονέων να κατανοήσουν την προσωπικότητα του.

(β) Η κατανομή των ρόλων και ο βαθμός εμπλοκής της μητέρας και του πατέρα στη διαπαιδαγώγηση του παιδιού επηρεάζουν την ποιότητα και το εύρος των εμπειριών των γονέων με τα παιδιά. Η σχέση των δύο συζύγων, τα βιώματα από τη δική τους παιδική ηλικία, ακόμα και οι στερεοτυπικές αντιλήψεις τους για τους ρόλους των δύο φύλων διαφοροποιούν το χρόνο και τις δραστηριότητες που οι γονείς μοιράζονται με το παιδί.

(γ) Ορισμένα χαρακτηριστικά της δομής και. της λειτουργίας της οικογένειας σχετίζονται με τις αξίες των γονέων. Αναμένεται ότι ο τύπος της παραδοσιακής εκτεταμένης οικογένειας, ο οποίος χαρακτηρίζει συνήθως αγροτικές κοινωνίες, καλλιεργεί συλλογικές αξίες στα νεαρά μέλη (π.χ. εξάρτηση από την ομάδα, σύνδεση της αμοιβής και της δικαιοσύνης με την κοινωνική ισότητα). Αντίθετα, οι πυρηνικές οικογένειες, οι οποίες συναντώνται περισσότερο σε αστικές, βιομηχανικές κοινωνίες, δίνουν έμφαση σε ατομιστικές αξίες (π.χ. ανεξαρτησία, σύνδεση της αμοιβής και της δικαιοσύνης με την ατομική ικανότητα). Αντίστοιχα αναμένεται να διαφοροποιούνται οι πρακτικές διαπαιδαγώγησης. Για παράδειγμα, ο Lambert (1971), στην κλασική ερευνά του για την παιδική επιθετικότητα σε έξι πολιτισμούς, βρήκε ότι οι μητέρες στην εκτεταμένη οικογένεια αντιδρούν αυστηρά προς την επιθετικότητα των παιδιών τους, ενώ οι μητέρες στην πυρηνική οικογένεια δείχνουν μεγαλύτερη ανεκτικότητα σε παρόμοιες συμπεριφορές.

ΣΥΝΟΠΤΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ ΤΟΥ ΣΑΪΤ

 

Αυτό το σάιτ χρησιμοποιεί Κώδικα Καταγραφής (ΚωΚ ή cookies) κυρίως για την προβολή διαφημίσεων από την Google - Τί είναι τα cookies...