Διαπολιτισμική Ψυχολογία: Πολιτισμικά σχετιζόμενοι ορισμοί της νοημοσύνης
Βιβλιογραφική αναφορά:
Παρούτσας, Δ., Κ., (2013),
Η Διαπολιτισμική (διαπολιτιστική) ψυχολογία είναι ένας νέος σχετικά κλάδος της ψυχολογίας και διδάσκεται με ιδιαίτερη επιτυχία σε Ελληνικά Πανεπιστήμια. Εντούτοις πολλοί φοιτητές χάνονται στο πλήθος των συγγραμμάτων που πρέπει να μελετήσουν.
Οι πηγές που χρησιμοποιούνται είναι οι παρακάτω:
Παυλόπουλος, Β. (2003). Οι άρρητες θεωρίες των γονέων για την προσωπικότητα των παιδιών: κοινωνική-Διαπολιτισμική προσέγγιση. Στο Α.-Β. Ρήγα (Επιμ.), Το κουτί της Πανδώρας. Οικογένεια και η διαπολιτισμική της ταυτότητα σήμερα (σελ. 45-66). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Segall, M. H., Dasen, P. R., Berry, J. W., & Poortinga, Y. H. (1993). Διαπολιτισμική ψυχολογία. Η μελέτη της ανθρώπινης συμπεριφοράς σε παγκόσμιο οικολογικό πολιτιστικό πλαίσιο (Επιστημονική επιμέλεια Δ. Γεώργας). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Κατέρη, Ε., Πουρκός, Μ. & Νέστορος, Ι. (2002). Πολιτισμός και Ψυχοπαθολογία: Συνεπαγωγές των Πολιτισμικών Διαφορών για την Ψυχολογική Γνώση και την Ψυχοθεραπευτική Προσέγγιση. Στο Ν. Πολεμικός, Μ. Καΐλα & Φ. Καλαβάσης (Επιμ.), Εκπαιδευτική, Οικογενειακή και Πολιτική Ψυχοπαθολογία, Τόμος Α΄ (σσ. 366-387). Αθήνα: Ατραπός.
Wikipedia: Διάφορα σχετικά άρθρα
Υπάρχουν Φυλετικές Διαφορές στη Γνώση;
Σε πολυ-εθνικές κοινωνίες, οι ποιοτικές και ποσοτικές διαφορές στη γνωστική ικανότητα αποδίδονται συχνά κυρίως σε γενετικές (φυλετικές) και όχι σε πολιτιστικές διαφορές. Η έρευνα για τις αποκαλούμενες φυλετικές διαφορές στη νοημοσύνη έχει μακρά και δυσάρεστη ιστορία. Αρκετά από τα συγγράμματα και τις σκέψεις για τις φυλές και τη νοημοσύνη είναι ασαφή, παράλογα, έχουν πολιτικά κίνητρα και στοίχισαν πολύ στην ανθρωπότητα. Στις πολυ-εθνικές κοινωνίες, όπου οι λευκοί ήταν πολιτικά και οικονομικά κυρίαρχοι και οι μαύροι καθώς και άλλοι μη-λευκοί ήταν ο στόχος διακρίσεων, ορισμένες από τις πλέον παράλογες και απάνθρωπες πράξεις δικαιώθηκαν με βάση εσφαλμένες πεποιθήσεις για τις αιτίες των υποτιθέμενων φυλετικών διαφορών στη νόηση.
Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, όπως κατέδειξε ο Gould (1981), ο βιολογικός ντετερμινισμός (ότι δηλαδή τα γονίδια ελέγχουν την ευφυΐα) εισχώρησε όχι μόνο στην κοινή γνώμη αλλά και στην επιστημονική σκέψη σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως σε αυτή της ψυχομετρίας, και παρέμεινε αδιάσειστος έως το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ιστορία αυτής της θλιβερής σελίδας της ψυχολογικής σκέψης, όπως την περιγράφει ο Gould, περιλαμβάνει μελέτες που αξίωναν ότι αποκάλυπταν διαπολιτιστικές διαφορές στο μέγεθος του εγκεφάλου, με δεδομένα που ήταν χωρίς αμφιβολία διαστρεβλωμένα από τις μεροληπτικές προσδοκίες των ερευνητών. Υπάρχουν και σήμερα γενετικές ερμηνείες των φυλετικών διαφορών στη νοητική επίδοση αλλά η πληθώρα των αποδείξεων τους αμφισβητεί.
Υπάρχουν πολλοί λόγοι απόρριψης των γενετικών ερμηνειών. Αυτοί είναι οι εξής, όπως τους αναφέρει ο Segal. (1976):
1.Όσοι γενετικοί παράγοντες και αν συμβάλουν στη νοητική επίδοση των ανθρώπων μέσα σε οποιαδήποτε ομάδα, οι δι-ομαδικές διαφορές μπορεί να οφείλονται αποκλειστικά σε μη γενετικούς παράγοντες. Η ιδέα ότι η δι-ομαδική και η ενδο-ομαδική εκτίμηση της κληρονομικότητας από τα τεστ νοημοσύνης (κυρίαρχο σημείο των ισχυρισμών του Jensen) είναι εντελώς ανεξάρτητες μεταξύ τους, ειπώθηκε για πρώτη φορά από τον Scarr-Salapatek, μέσα από μια ενδιαφέρουσα αγροτική παραβολή:
Επιλέξτε δύο τυχαία δείγματα σπόρων από τον ίδιο γενετικά ετερογενή πληθυσμό. Φυτέψτε το ένα δείγμα σε ομοιόμορφα καλές συνθήκες, το άλλο σε ομοιόμορφα κακές συνθήκες. Η μέση διαφορά ύψους μεταξύ των δύο πληθυσμών των φυτών θα οφείλεται αποκλειστικά σε περιβαλλοντικούς παράγοντες, παρόλο που οι ατομικές διαφορές ... μέσα στο κάθε δείγμα είναι αποκλειστικά γενετικές (Scarr -Salapatek, 1971, σελ. 1286). Η αναλογία μεταξύ του ύψους των φυτών και του ΔΝ των ανθρώπων δεν είναι τέλεια αλλά το επιχείρημα ισχύει, αφού οποιεσδήποτε δύο εκτιμήσεις (ενδο-αμαδική και δι-ομαδικη) της κληρονομικότητας είναι εντελώς ανεξάρτητες μεταξύ τους.
2.Ο δείκτης νοημοσύνης (ΔΝ) επηρεάζεται πιθανότατα περισσότερο από περιβαλλοντικούς παράγοντες μέσα σε ορισμένες ομάδες από ό,τι μέσα σε άλλες. Με άλλα λόγια, η ενδο-ομαδική κληρονομικότητα του Δ.Ν. δεν είναι η ίδια για όλες τις ομάδες.
3.Οι περιβαλλοντικοί παράγοντες, οι οποίοι είναι γνωστό ότι επηρεάζουν το ΔΝ είναι πολύ πιο εμφανείς στις ομάδες με χαμηλότερο μέσο ΔΝ.
4.Η προκατάληψη που υπάρχει μέσα στα ίδια τα τεστ ισχύει περισσότερο για τις ομάδες που χαρακτηρίζονται ως «φυλετικά κατώτερες» από ό,τι για αυτές που έχουν υψηλή βαθμολογία και θέλουν να πιστεύουν ότι όλες οι βαθμολογίες αποκαλύπτουν εγγενείς ικανότητες.
5.Πρόσφατες έρευνες στη γενετική αποδεικνύουν ότι η δι-ατομική διακύμανση στα γονίδια είναι πολύ μεγαλύτερη από τη δι-ομαδική διακύμανση.
Πολλές από αυτές τις ιδέες εκφράστηκαν και σε προηγούμενα κεφάλαια αυτού του βιβλίου. Έτσι, αναφέραμε προηγουμένως ότι οι διαπολιτιστικοί ψυχολόγοι προβληματίζονται για τη χρήση τυποποιημένων τεστ νοημοσύνης σε πληθυσμούς διαφορετικούς από αυτούς στους οποίους σταθμίστηκαν. Η επιφύλαξη αυτή αντανακλά τη συνειδητοποίηση ότι τα τεστ μεροληπτούν εναντίον των άλλων πληθυσμών.
Σε αναλύσεις που έγιναν σε προηγούμενες σελίδες αυτού του βιβλίου, ξεκαθαρίσαμε ότι δεν υπάρχει συμπεριφορά που να καθορίζεται αποκλειστικά από τον πολιτισμό ή από τη βιολογία. Οι δύο αυτοί προσδιοριστικοί παράγοντες της συμπεριφοράς λειτουργούν με αλληλένδετο τρόπο. Για τη νοημοσύνη, όπως και για κάθε ανθρώπινο χαρακτηριστικό, οι βιολογικοί παράγοντες ευθύνονται για ένα μεγάλο μέρος του δυναμικού και μάλιστα προσδιορίζουν τα όρια αυτού του δυναμικού' η εμπειρία, ωστόσο, μέσα σε αυτά τα όρια έχει πολύ χώρο για να κινηθεί.
Αφού, όπως απέδειξαν οι Boyd KaiJRicherson (1985), η διαδικασία της βιολογικής εξέλιξης (Δαρβινική Επιλογή) είναι πολύ αργή, δεν μπορούμε στην ουσία να μιλάμε για βιολογική εξέλιξη από την εμφάνιση του homo sapiens. Από την άλλη μεριά, η διαδικασία της «πολιτιστικής εξέλιξης» (Αυτό ορίστηκε από τον Gould ως «η κληρονομιά των αποκτηθέντων χαρακτήρων. Ό,τι μαθαίνει μια γενιά μεταβιβάζεται στην επομένη, μέσα οπό τη γραφή, τη διδασκαλία, την αποτύπωση, τις τελετουργίες, την παράδοση και μια σειρά από μεθόδους, τις οποίες έχουν αναπτύξει οι άνθρωποι για να διασφαλίσουν τη συνέχεια του πολιτισμού» (1981, σελ. 325).) είναι τόσο γοργή, έτσι ώστε οι διαφορές μεταξύ των φυλών είναι πιο πιθανό να οφείλονται σε πολιτιστικούς παρά σε γενετικούς παράγοντες.
ΟΡΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ ΜΕ ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ ΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ
Οποιαδήποτε συζήτηση σχετικά με τις πιθανές φυλετικές διαφορές στη γνώση βασίζεται στην εξής υπόθεση: η ευφυΐα μπορεί να οριστεί με τον ίδιο τρόπο στις διάφορες ανθρώπινες ομάδες, και κάθε μία από αυτές έχει διαφορετική ποσότητα αυτής της υποθετικά οικουμενικής ικανότητας. Δεύτερη απαραίτητη υπόθεση αυτού του προτύπου είναι ότι η ικανότητα μπορεί να μετρηθεί έγκυρα στην κάθε ομάδα. Είναι όμως, πραγματικά, αυτό που κοινά ονομάζουμε νοημοσύνη, ένα οικουμενικό χαρακτηριστικό του ανθρώπινου είδους;
Στις αρχές του αιώνα, οι ψυχολόγοι δεν αμφέβαλλαν ότι τα τεστ νοημοσύνης μετρούσαν μια εγγενή ικανότητα, από την οποία τα άτομα και οι κοινωνίες διέθεταν λιγότερη ή περισσότερη. Ο Biesheuvel (1943,1959) έκανε κριτική αυτής της προσέγγισης, λέγοντας πως άλλο είναι η νοητική ικανότητα και άλλο η επίδοση σε ένα τεστ.
Ο Biesheuvel απέδωσε τις διαφορές στα διαφορετικά ερεθίσματα του περιβάλλοντος: Δεν προσφέρουν όλοι οι πολιτισμοί τα ίδια νοητικά ερεθίσματα. Ποικίλλουν οι κοινωνικο-οικονομικές τους συνθήκες, όπως και οι συνήθειες ανατροφής των παιδιών. Έχουν διαφορετικούς στόχους και αξιολογούν διαφορετικές δεξιότητες... Η νοητική ανάπτυξη επηρεάζεται από πληθώρα καταστάσεων, όπως οι συνήθειες διατροφής, η πολυπλοκότητα του υλικού περιβάλλοντος, οι στάσεις και το μορφωτικό επίπεδο των γονέων, καθώς και το εκπαιδευτικό σύστημα.
Ο ίδιος (1959/1974) προχώρησε περαιτέρω στην ανάλυση της σημασίας αυτής της άποψης για τη χρήση των τεστ νοημοσύνης:
Έτσι λοιπόν, οι μετρήσεις της νοημοσύνης ως ενδείξεις ισχύος του νου είναι συγκρίσιμες μόνο ανάμεσα σε ομοιογενείς πολιτισμούς. Δεν υπάρχει δυνατότητα σύγκρισης της νοητικής ικανότητας διαφορετικών εθνικών ή πολιτιστικών ομάδων... (α 223).
Παλαιότερα, ο Biesheuvel υποστήριξε ότι η γνωστική ικανότητα είναι ίσως ίδια σε όλες τις ανθρώπινες ομάδες αλλά, σε ορισμένες περιπτώσεις, το περιβάλλον δεν επιτρέπει στα άτομα να αναπτυχθούν στο μέγιστο της ικανότητας τους: «Θα πρέπει συνεπώς να αναμένεται κάποια πτώση της νοητικής ισχύος των Αφρικανών κάτω του γενετικού της δυναμικού» (Biesheuvel, 1959/1974, σελ. 223). Υπονοείται, βέβαια, στο σημείο αυτό ότι οι στερητικές συνθήκες οδηγούν σε νοητική έκπτωση. Μια πιο ριζοσπαστική άποψη υποστηρίζει, όπως θα δούμε παρακάτω, ότι οι πολιτιστικές διαφορές δεν είναι μειονεξίες απέναντι σε κάποια κοινά κριτήρια, αλλά απλώς πολιτιστικές διαφορές. Αυτό υπονοεί ότι η γνωστική ικανότητα ή η «νοημοσύνη» θα έπρεπε να ορίζεται διαφορετικά σε κάθε πολιτισμό. Σύμφωνα με την τοποθέτηση του Wober (1969), το ερώτημα «πόσο καλά τα καταφέρνουν στα δικά μας τεχνάσματα» θα έπρεπε να αντικατασταθεί με το ερώτημα «πόσο καλά τα καταφέρνουν στα δικά τους τεχνάσματα»..
Ο Dasen (1980, 1983) και ο Berry (1984) θεωρούν την «οικουμενική γενική νοημοσύνη» ως μια υπόθεση μόνο, η οποία θα έπρεπε να ελεγχθεί εμπειρικά. Επίσης, και οι δύο απορρίπτουν την άποψη ότι η νοημοσύνη αποτελείται μόνο από συγκεκριμένες δεξιότητες άσχετες μεταξύ τους, προτιμώντας μια θεώρηση βασισμένη σε ομάδες γνωστικών λειτουργιών που συνιστούν ένα «γνωστικό ύφος-στιλ» σε συνάρτηση με συγκεκριμένες οικολογικές-πολιτιοτικές μεταβλητές.
Σε αυτό το τμήμα, θα εξετάσουμε τους «αφελείς» ή εκλαϊκευμένους ορισμούς της νοημοσύνης σε διαφορετικές κοινωνίες (οι οποίες αντιστοιχούν στις παλαιότερες εθνο-θεωρίες της ανθρώπινης ανάπτυξης που θα συζητηθούν στο επόμενο κεφάλαιο).
Οι Basilliat, Laya, Pierre και Pidoux (1967) πραγματοποίησαν την πρώτη μελέτη αυτού του είδους στους Djerma-Sonhai, στη Νιγηρία της Δυτικής Αφρικής. Ερεύνησαν την έννοια lakkal, όρο που μεταφράζεται ως νοημοσύνη, αλλά σημαίνει ταυτόχρονα κατανόηση, τεχνογνωσία και το να ξέρει κανείς να ζει σύμφωνα με τους κοινωνικούς κανόνες. To lakkal είναι δώρο Θεού, παρόν από τη γέννηση, το οποίο, ωστόσο, δεν εμφανίζεται πριν από τα 7 χρόνια. Στην ουσία, οι γονείς δεν χρησιμοποιούν την ηλικία ως κριτήριο, αλλά γνωρίζουν ότι το lakkal υπάρχει μόλις το παιδί μπορεί να μετρήσει ως το 10. Εάν τα παιδιά δεν διαθέτουν lakkal έως τότε, δεν θα αποκτήσουν ποτέ, παρόλο που οι «γιατροί» τους χορηγούν κάποια φάρμακα για να το αυξήσουν. Ένα παιδί που διαθέτει lakkal κατανοεί καλά πολλά πράγματα, έχει καλή μνήμη, είναι υπάκουο και εκτελεί γρήγορα ή αυθόρμητα αυτό που πρέπει. Το παιδί αυτό δείχνει σεβασμό στους μεγαλύτερους και τηρεί τους κανόνες του «πρέπει» και «δεν πρέπει». Έτσι, αυτή η έννοια έχει τουλάχιστον δύο διαστάσεις: μία που αφορά τη γνώση και μία άλλη που σχετίζεται με τις κοινωνικές δεξιότητες.
Ο Wober (1974) μελέτησε έναν παρόμοιο όρο στους Baganda (Ουγκάντα), τον όρο obugezi, ο οποίος σημαίνει συγχρόνως σοφία και κοινωνικές δεξιότητες. Πα τους χωρικούς Baganda, ο όρος υποδηλώνει τον αργό, σταθερό, προσεκτικό και φιλικό, ενώ για τους μαθητές και τους Baganda, που ζουν σε αστικές περιοχές της πρωτεύουσας Καμπάλα, η έννοια του είναι παρόμοια με αυτή του όρου νοημοσύνη.
Ο Mundy-Castle (1974) σε ένα θεωρητικό άρθρο διέκρινε δύο διαστάσεις του Αφρικανικού ορισμού της νοημοσύνης - την τεχνολογική και την κοινωνική. Στο Δυτικό κόσμο, η πρώτη τονίστηκε σε βάρος της δεύτερης, κυρίως με την επίδραση της γραφής. Κατά την άποψη του Mundy-Castle η μόρφωση επιτρέπει μία απρόσωπη αντικειμενικότητα και το είδος εκείνο της αναλυτικής σκέψης που αποτελεί τη βάση της τεχνολογικής ανάπτυξης. Αυτή η ουσιαστικά δυτική διάσταση της νοημοσύνης εμπλέκει το χειρισμό των αντικειμένων και τον έλεγχο του περιβάλλοντος. Η κοινωνική νοημοσύνη, από την άλλη μεριά, τονίζει περισσότερο το «είναι» παρά το «έχειν», καθώς και τις διαπροσωπικές σχέσεις παρά τις σχέσεις με τα αντικείμενα. Είναι μια διάσταση της νοημοσύνης που περιέχει «την τέχνη της ψυχής», στην οποία η παραδοσιακή εκπαίδευση στην Αφρική απέδιδε ιδιαίτερη σημασία.
Ο Mundy-Castle επέμενε ότι σε πολλά μέρη της Αφρικής αυτές οι δύο διαστάσεις είναι λειτουργικά ενσωματωμένες και η τεχνολογική υποσκελίζεται από την κοινωνική. Για παράδειγμα, η μάθηση που βασίζεται στη σχολική εκπαίδευση δεν θα αποτελέσει μέρος της νοημοσύνης, εάν δεν μπορέσει να χρησιμοποιηθεί πρακτικά περισσότερο στην υπηρεσία της κοινωνικής ομάδας παρά του ατομικού κέρδους..
Αυτή η κοινωνική διάσταση στην έννοια της νοημοσύνης είναι άραγε αποκλειστικά Αφρικανικό φαινόμενο ή συναντάται και σε άλλες κοινωνίες; Αρκετές έρευνες σύγκριναν ομάδες στην Άπω Ανατολή και στην Αυστραλία. Οι Gill και Keats (1980) ζήτησαν από τους φοιτητές στη Μαλαισία και στην Αυστραλία να ορίσουν την έννοια νοημοσύνη (kecerdasan) και να προσδιορίσουν τις μορφές συμπεριφοράς που χαρακτηρίζουν τους λιγότερο ή περισσότερο νοήμονες ανθρώπους. Γενικά, τα στοιχεία έδειξαν μεγάλες ομοιότητες ανάμεσα στις δύο ομάδες. Ωστόσο, ενώ οι Αυστραλοί προσδιόρισαν την ανάγνωση, την ομιλία και τη γραφή ως τις τρεις πιο σημαντικές δεξιότητες, οι Μαλαίσιοι επέλεξαν την ομιλία και τις κοινωνικές και συμβολικές δεξιότητες. Επομένως, συναντάμε και εδώ τη σημασία της κοινωνικής διάστασης στην έννοια της νοημοσύνης, την οποία οι συγγραφείς αποδίδουν στην «Ισλαμική ιδέα της λειτουργικής ενσωμάτωσης του ατόμου με το περιβάλλον του» (σελ. 241).
Σε μια συγκριτική μελέτη Κινέζων και Αυστραλών, η Keats (1982) ζήτησε από τους ερωτώμενους να προσδιορίσουν τα χαρακτηριστικά ενός νοήμονα ανθρώπου. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι δύο ομάδες ανέφεραν στην ίδια συχνότητα: το να έχει κανείς ερευνητικό μυαλό, δημιουργικότητα, πρωτοτυπία, δεξιότητες επίλυσης προβλημάτων και γνώση. Οι Κινέζοι επέλεξαν τη μίμηση, την παρατήρηση, την προσοχή και την ακρίβεια της σκέψης, ενώ οι Αυστραλοί ανέφεραν συχνότερα την επικοινωνία και τις γλωσσικές δεξιότητες. Τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας που σχετίζονται με ένα νοήμονα άνθρωπο για τους Κινέζους ήταν η επιμονή, η προσπάθεια, η αποφασιστικότητα και η κοινωνική ευθύνη, ενώ οι Αυστραλοί τόνισαν την αυτοπεποίθηση, την ευτυχία και την αποτελεσματικότητα στις κοινωνικές σχέσεις.
Οι Klein, Freeman και Millet (1973) μελέτησαν τους Ladino στο αγροτικό τους περιβάλλον, στη Γουατεμάλα. Πρόκειται για τη μοναδική Λατινο-Αμερι-κανική έρευνα που γνωρίζουμε σχετικά με την κατανόηση του όρου νοημοσύνη. Ο όρος των Ladino listura δεν φαίνεται να έχει κοινωνική διάσταση και σημαίνει: ζωτικός, ξύπνιο μυαλό, επινοητικός και προικισμένος. Τα παιδιά που είναι listo έχουν ευχέρεια έκφρασης, έχουν καλή μνήμη, είναι ανεξάρτητα και πολύ ενεργητικά.
Οι ερευνητές ζήτησαν από νεαρές χωρικές να εκτιμήσουν τη listura των παιδιών, στα οποία οι ίδιοι είχαν χορηγήσει διάφορα ψυχολογικά τεστ. Βρήκαν σε ένα μικρό δείγμα αγοριών στατιστικά σημαντικές συσχετίσεις μεταξύ των εκτιμήσεων των γυναικών και της βαθμολογίας στο τεστ Ενθέτων Σχημάτων (Embedded Figures) και κάποιων τεστ για τη βραχυπρόθεσμη μνήμη. Μεταξύ της listura και της γλωσσικής ικανότητας, ωστόσο, δεν βρέθηκε συνάφεια.
Στην ίδια κοινότητα της Γουατεμάλας, σε ένα άλλο δείγμα αγοριών, οι Irwin, Klein, Engle, Yarbrough και Nerlove (1977) διαπίστωσαν στατιστικά σημαντικές συνάφειες ανάμεσα στη listura με το τεστ Ένθετων Σχημάτων και με ένα τεστ λεξιλογίου, όχι όμως με το τεστ βραχυπρόθεσμης μνήμης. Για τα κορίτσια, οι συνάφειες ανάμεσα στην έννοια αυτή και σε όλα τα ψυχολογικά τεστ ήσαν στατιστικά σημαντικές. Παρόλο που η αντιστοιχία δεν ήταν τέλεια, φαίνεται ότι ο ορισμός της listura αναφέρεται σε αυτό που μετρούν τα Δυτικά τεστ νοημοσύνης.
Επιπλέον, οι εκτιμήσεις της listura συσχετίστηκαν με «φυσικούς δείκτες της γνωστικής ανάπτυξης», οι οποίοι βασίζονταν σε παρατηρήσεις των καθημερινών δραστηριοτήτων. Για παράδειγμα, υπήρχε μια στατιστικά σημαντική συσχέτιση (r - 0.51) μεταξύ των εκτιμήσεων της listura των κοριτσιών (όχι όμως των αγοριών) και του αριθμού των εργασιών τις οποίες εκτέλεσαν. Θα ανέμενε κανείς ότι οι γονείς αναθέτουν στα παιδιά περισσότερες εργασίες, όταν τα θεωρούν ικανά να τις εκτελέσουν ικανοποιητικά. Επομένως, η εκτίμηση αυτή αντανακλά την αντίληψη των γονέων για την ωριμότητα των παιδιών τους. Παράλληλα, η εκτέλεση αυτών των εργασιών προϋποθέτει τη μάθηση, η οποία μπορεί να επηρεάσει, από τη μια μεριά, τις κρίσεις των ενηλίκων και, από την άλλη, την επίδοση στο τεστ. Είναι γνωστό ότι οι έρευνες που βασίζονται σε δείκτες συνάφειας δεν αποκαλύπτουν την κατεύθυνση της αιτιότητας (η οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση ενδέχεται να είναι κυκλική).
Οι Nerlove, Roberts, Klein, Yarbrough και Habicht (1974) σχεδίασαν έναν αριθμό δεικτών για την εκτίμηση της νοημοσύνης στην κοινότητα Ladino. Ένας τέτοιος δείκτης, με το όνομα «αυτο-διοικούμενες αλληλουχίες», έδειξε σημαντική συνάφεια με τη listura μόνο για τα κορίτσια. Ο δείκτης αυτός αξιολογούσε όλες τις δραστηριότητες που επιτρέπουν στο παιδί να κινείται στο χωριό και οι οποίες περιελάμβαναν: απλές εργασίες που εκτελούνται χωρίς έλεγχο από το γονέα, περισσότερο σύνθετες εργασίες με επιτήρηση του γονέα, παιχνίδια με κανόνες (παιχνίδια στρατηγικής, όπως παιχνίδια της τράπουλας), παιχνίδι ρόλων και κατασκευή αντικειμένων.
Ο Serpell (1977α) ισχυρίστηκε ότι αυτοί οι δείκτες δεν προέρχονται πραγματικά από τον τοπικό πολιτισμό και δεν αντανακλούν τοπικές αξίες. Παρατήρησε ότι η παρουσία των ξένων ερευνητών μπορεί να επηρεάσει τις εκτιμήσεις και τις προσδοκίες των πληροφοριοδοτών επηρεάζοντας έτσι και το συναγόμενο ορισμό της listura. Παρόλο που τα ευρήματα μεταξύ των τριών συνόλων μέτρησης (εκτιμήσεων της listura από τους ενηλίκους, φυσικών δεικτών και ψυχολογικών τεστ) έδειξαν μια συστηματική σχέση ανάμεσα τους, δεν εγγυάται, σύμφωνα με τον Serpell, τον -ημικό χαρακτήρα της έρευνας.
Ο Dasen και οι συνεργάτες του (1985) διερεύνησαν το ερώτημα αυτό αναλύοντας την έννοια n'glouele στους Baoule στην Ακτή του Ελεφαντοστού. Όπως και σε άλλα μέρη της Αφρικής κάτω από τη Σαχάρα, η έννοια αυτή έχει σίγουρα κοινωνική διάσταση, στην οποία υποτάσσεται η τεχνολογική ή η γνωστική διάσταση. Ανάμεσα στα διάφορα συστατικά αυτής της έννοιας, αυτό που αναφέρεται πιο συχνά είναι το o-ti-kpa (προθυμία για βοήθεια). Ένα παιδί διαθέτει περισσότερο n'glouele, αν προσφέρει εθελοντικές υπηρεσίες και εκτελεί το μερίδιο που του αντιστοιχεί από τις οικιακές και αγροτικές εργασίες. Αυτό δεν είναι ταυτόσημο με την υπακοή στις απαιτήσεις των ενηλίκων, επειδή ένα παιδί είναι πολύ περισσότερο o-ti-kpa, εάν εκτελέσει την εργασία καλά, αυθόρμητα και υπεύθυνα. Για παράδειγμα, οι ενήλικες Baoule περιγράφουν ένα παιδί o-ti-kpa ως «το παιδί που βοηθά τους γονείς του αντί να παίζει με τους φίλους του», «που πλένει τα πιάτα και εργάζεται χωρίς να πρέπει να του το υποδείξουν οι γονείς του» ή, όπως εκφράζεται από μια άλλη περιγραφή, «όταν αφήνω την κόρη μου στο χωριό με τα αδέλφια της και εκείνη παρατηρεί ότι αυτά πεινούν, τους ετοιμάζει φαγητό και παίρνει αγκαλιά το μωρό που κλαίει».
Η σπουδαιότητα της προθυμίας σε αυτή την έννοια της νοημοσύνης - η ετοιμότητα του ατόμου να εκτελέσει εργασία στην υπηρεσία της οικογένειας και της κοινότητας - είναι ίσως παν-αφρικανική. Ο Super (1983) παραθέτει το ακόλουθο παράδειγμα, το οποίο διηγήθηκε μια γυναίκα Kipsigis, ενώ θα μπορούσε κάλλιστα να είχε ειπωθεί από μια γυναίκα Baoule: «ένα κορίτσι που είναι gnom, αφού φάει, σκουπίζει το σπίτι επειδή ξέρει ότι έτσι πρέπει να κάνει. Μετά πλένει τα πιάτα, προμηθεύεται λαχανικά και φροντίζει το μικρό».
Ανάμεσα στα συστατικά που ο Dasen και οι συνεργάτες του θεωρούν «τεχνολογικά» είναι το sa si n'glouele (επιδεξιότητα των χεριών), του οποίου η κατά λέξη μετάφραση είναι «τα χέρια είναι έξυπνα». Για τους Baoule, η επιδεξιότητα των χεριών δεν είναι ανεξάρτητη της νόησης, όπως συχνά συμβαίνει στους Δυτικούς πολιτισμούς. Το ο si floua (νοημοσύνη σε σχέση με την εκπαίδευση) αποτελεί μέρος του n'glouele, μόνο στο βαθμό που τα σχολικά επιτεύγματα χρησιμοποιούνται για το καλό της κοινότητας. Στο σύνολο τους, τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώνουν την υπόθεση του Mundy-Castle (1974) ότι διαφορετικά συστατικά της νοημοσύνης στην Αφρική ενσωματώνονται λειτουργικά σε μια έννοια, η οποία περιλαμβάνει τόσο μια κοινωνική διάσταση όσο και μια υποδεέστερη τεχνολογική διάσταση.
ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΦΟΡΑ: Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑΣ ΣΕ ΤΕΣΤ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗΣ
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπάρχουν μεγάλες διαφορές τόσο μεταξύ κοινωνιών όσο και μεταξύ κοινωνικοοικονομικών ομάδων στις σύνθετες βιομηχανικές κοινωνίες, όσον αφορά διάφορες διαστάσεις της επίδοσης σε δεξιότητες που εκτιμώνται από τις κυρίαρχες πολιτισμικές ομάδες ή υποομάδες, όπως είναι: η σχολική επίδοση, η «σωστή χρήση» της κύριας γλώσσας, ο ανταγωνισμός για μια επαγγελματική θέση, για την απόκτηση κοινωνικής θέσης, την κοινωνική αναγνώριση ή την απόκτηση κοινωνικής δύναμης. Ποια είναι η σωστή ερμηνεία αυτών των διαφορών στην επίδοση δεν είναι σαφές. Υπάρχουν δύο εναλλακτικά πρότυπα που προτρέπουν στη διερεύνηση των αιτίων, στην αξιολόγηση των συνεπειών και στην αναζήτηση των στρατηγικών που πρέπει να χρησιμοποιηθούν (εάν πρέπει) για την αντιμετώπιση τους.
Οι πρώτοι που ασχολήθηκαν σοβαρά με τις δύο αυτές προσεγγίσεις στην ψυχολογία και στην ψυχογλωσσολογία ήταν οι Cole και Bruner (1971). Ακολούθησε αργότερα μια άριστη ανασκόπηση και επέκταση των Howard και Scott (1981) και άλλων (π.χ. McShane, 1983).
Οι Cole και Bruner (1971/1974) συνόψισαν τις θεωρίες με επίκεντρο την άποψη ότι η προέλευση των εθνικών διαφορών και των ταξικών διαφορών βασίζεται στη νοητική επίδοση - («υπόθεση της ανεπάρκειας»):
Βασίζεται στην υπόθεση ότι μια κοινότητα σε συνθήκες φτώχειας ... είναι μια αποδιοργανωμένη κοινότητα και η αποδιοργάνωση της εκφράζεται με διάφορες μορφές ανεπάρκειας. Μια ευρέως αποδεκτή πηγή ανεπάρκειας είναι η μητρική φροντίδα. Το παιδί της φτώχειας θεωρείται ότι στερείται επαρκούς γονικής φροντίδας. Με δεδομένα τα ποσοστά εξώγαμων παιδιών στα αστικά γκέτο, η πλέον φανερή έλλειψη είναι του πατέρα και, συνεπώς, του πατρικού προτύπου. Η μητέρα εργάζεται ή, εν πάση περιπτώσει, ασχολείται λιγότερο με την ανατροφή των παιδιών από όσο ορίζουν τα πρότυπα της μέσης αστικής τάξης των λευκών. Υπάρχει μειωμένη σταθερότητα και αμοιβαιότητα στις σχέσεις μητέρας-παιδιών, σημειώνονται εξειδικευμένες ελλείψεις στη σχέση, όπως λιγότερη καθοδήγηση στην αναζήτηση στόχων, λιγότερη έμφαση της νουθεσίας στους στόχους και τα μέσα, λιγότερες θετικές και περισσότερες αρνητικές ενισχύσεις. Πιο συγκεκριμένα, η υπόθεση της ανεπάρκειας εφαρμόστηκε στην ανάλυση του συμβολικού και γλωσσικού περιβάλλοντος του αναπτυσσόμενου παιδιού. Η γλωσσική του επικοινωνία με την κοινότητα, όπως περιγράφεται στο έργο του Basil Bernstein (1961), για παράδειγμα, χαρακτηρίζεται από έναν περιορισμένο κώδικα, ο οποίος περισσότερο αποδίδει στερεότυπα τις σχέσεις παρά μια γλώσσα που εξηγεί και επεκτείνεται πάνω στα κοινωνικά και υλικά γεγονότα. Τα παιχνίδια που παίζουν τα φτωχά παιδιά - όσα τους είναι διαθέσιμα - περιέχουν λιγότερες στρατηγικές από αυτά των πιο προνομιούχων παιδιών. Στα σπίτια τους επικρατεί ηχορύπανση... η σταθερότητα του περιβάλλοντος είναι τόσο μειωμένη που τα παιδιά δυσκολεύονται να αποδεχτούν την καθυστέρηση της ενίσχυσης ή να δεχτούν λεκτική ενίσχυση αντί ενός χειροπιαστού αντικειμένου {σελ. 876-877• σελ. 231-232, στην έκδοση του 1974).
Όπως «ο πρωτόγονος νους» χρησίμευσε ως εκλογίκευση της αποικιοκρατίας, ο «πολιτισμός της φτώχειας» και το πρότυπο της ανεπάρκειας, χρησίμευσαν, ώστε να κατηγορηθούν οι φτωχοί για την οικονομική ύφεση. «Οι φτωχοί είναι λιγότερο νοήμονες - αλλιώς δεν θα ήταν φτωχοί - και μεταβιβάζουν τα κατώτερης ποιότητας γονίδια τους στους απογόνους τους». Αυτό είναι μια άποψη που ακούγεται συχνά και που συνδέει την υπόθεση της ανεπάρκειας με το βιολογικό ντετερμινισμό.
«Ίσως το τελικό συμπέρασμα στο οποίο οδηγείται κανείς είναι ότι η υπόθεση της ανεπάρκειας - ονομάζοντας τους ανθρώπους ανίκανους - τείνει να προκαλεί "θεραπευτικές" καταστάσεις που διαιωνίζουν την εξάρτηση και την αδυναμία, ισχυροποιώντας έτσι τις αρχικές απόψεις» (σελ. 147).
Ποια είναι η εναλλακτική άποψη; Το πρότυπο της «διαφοράς» αποτελεί, ουσιαστικά, μια κριτική στον τρόπο με τον οποίο διεξάγονται οι έρευνες των κοινωνικών επιστημών με τις μειονότητες. Συγκεκριμένα, πρόκειται για την «επιβεβλημένη -ητική προσέγγιση» της κυρίαρχης κοινωνικής ομάδας (Me Shane και Berry, 1988), η οποία προσδιορίζει και μελετά κυρίως τις δεξιότητες και τις αξίες που ανήκουν στο κυρίαρχο πολιτιστικά πλαίσιο. Η χρήση μιας μεθοδολογίας (όπως τα ψυχομετρικά τεστ) η οποία σχεδιάστηκε για τις κυρίαρχες ομάδες είναι ακατάλληλη, καθώς τοποθετεί τις μειονότητες σε μειονεκτική θέση. Έτσι, οι επικριτές του «προτύπου ανεπάρκειας» ισχυρίζονται ότι τα αίτια των διαφορών που παρουσιάζονται στις ικανότητες βρίσκονται όχι σε πραγματικές διαφορές στις ικανότητες αυτές αλλά, αντίθετα, τα αίτια είναι μέλλον τεχνητής φύσης.
Η ουσία των επιχειρημάτων, όσον αφορά το πρόβλημα της «πολιτιστικής στέρησης», είναι ότι αυτές οι ομάδες, οι οποίες έχουν διαγνωστεί ως πολιτιστικά στερημένες, έχουν τις ίδιες ικανότητες με τα άτομα του κυρίαρχου πολιτισμού. Έτσι, οι διαφορές που παρουσιάζουν στην επίδοση εξηγούνται μέσω των καταστάσεων και των πλαισίων στα οποία εκφράζεται η ικανότητα» (Cole και Bruner, 1971, σελ. 238, στη ν έκδοση του 1974).
Μια άλλη, λίγο διαφορετική εναλλακτική πρόταση, αποδέχεται την ύπαρξη των διαφορών χωρίς, ωστόσο, να τις αξιολογεί - οι διαφορές είναι απλώς «διαφορές» και όχι «ανεπάρκειες». Η προσέγγιση αυτή υπονοεί επίσης την αναζήτηση των δεξιοτήτων και των αξιών που η μελετούμενη ομάδα επιλέγει για τον εαυτό της. Πρόκειται δηλαδή για μια -ημική προσέγγιση. Μια έρευνα η οποία υιοθετεί την προσέγγιση αυτή πραγματοποιήθηκε (Howard και Gallimore) στη Χαβάη. Βρέθηκε, π.χ., ότι η επιμέλεια (π.χ. σχολική επίδοση) στα παιδιά Αμερικανών-Χαβανέζων συνδεόταν με την εκφρασμένη ανάγκη προσεταιρισμού μιας κοινωνικής ομάδας, παρά με την ανταγωνιστικότητα και την ανάγκη επιτυχίας, όπως στους Αγγλο-Αμερικανούς. Οι Cole και Bruner (1971) αναφέρουν τη μελέτη του Labov (1970), ο οποίος κατέδειξε ότι εάν παρατηρήσουμε τη γλώσσα των Αφρικανο-Αμερικάνων θα διαπιστώσουμε την ίδια γραμματική ικανότητα όπως στην αγγλική γλώσσα που χρησιμοποιεί η μεσαία τάξη, αλλά στα πλαίσια των δικών της κανόνων και όχι ως απόκλιση από το «κανονικό».
Η ερμηνεία της διαφοράς δεν αγνοεί την πολιτική που διασφαλίζει μια πιο δίκαιη κατανομή του πλούτου - το αντίθετο μάλιστα. Δεν αμφισβητεί ότι οι φτωχοί είναι φτωχοί ή ότι οι μειονότητες είναι λιγότερο επιτυχημένες οικονομικά. Οι αιτίες αυτών αποδίδονται, ωστόσο, στην κοινωνική οργάνωση και στην πολιτική δομή της σύνθετης κοινωνίας και όχι σε εγγενή ανικανότητα. Επομένως, τα προγράμματα που βασίζονται στο πρότυπο της διαφοράς αναγνωρίζουν την ανάγκη για κοινωνική αλλαγή, αφού χωρίς αυτήν ελάχιστα προωθητικά βήματα θα επιτευχθούν. Τέτοια προγράμματα αποσκοπούν στη μετάδοση των συγκεκριμένων γνωστικών δεξιοτήτων που χρειάζονται για να αντιμετωπιστούν οι απαιτήσεις του κυρίαρχου κοινωνικού περιβάλλοντος. Η πιο σημαντική διάσταση τέτοιων προγραμμάτων είναι η προσπάθεια τους να ανασυγκροτήσουν τις δυνάμεις της ίδιας της ομάδας, την αυτονομία της και την πολιτιστική της ταυτότητα. Η προώθηση των ικανοτήτων της ίδιας της ομάδας μέσα στο δικό της πολιτισμό της επιτρέπει να οικειοποιηθεί τις ικανότητες του κυρίαρχου πολιτισμού (Feuerstein, 1980).
Παρόλο που η παρέκβαση αυτή στη μελέτη των μειονοτήτων στις πολυεθνικές κοινωνίες ίσως φαίνεται να μας απομακρύνει από τους προβληματισμούς των διαπολιτιστικών προσεγγίσεων στην ψυχολογία και την εκπαίδευση, δεν είναι έτσι. Πρώτον, η μελέτη των αποκαλούμενων εθνικών ομάδων (μειονότητες, πρόσφυγες, μετανάστες κ.λπ.) θεωρείται αναπόσπαστο μέρος αυτού του τομέα (Berry, 1984). Δεύτερον, όπως θα φανεί και στα επόμενα κεφάλαια, τα ζητήματα που θίγονται εδώ είναι ουσιαστικά τα ίδια, είτε ασχολούμαστε με μειονότητες μιας κοινωνίας είτε με ξεχωριστούς πολιτισμούς, διότι οι τελευταίοι βρίσκονται, συνήθως, στην περιφέρεια (τον «τρίτο» κόσμο) του κυρίαρχου και επιπολιτισμικού κέντρου. Στην κάθε περίπτωση, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το ιστορικό πλαίσιο της σχέσης των κυρίαρχων ομάδων με τις μειονότητες.
3ο πάνελ
3ο πάνελ
3ο πάνελ
3ο πάνελ
3ο πάνελ
ΣΥΝΟΠΤΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ ΤΟΥ ΣΑΪΤ
Αυτό το σάιτ χρησιμοποιεί Κώδικα Καταγραφής (ΚωΚ ή cookies) κυρίως για την προβολή διαφημίσεων από την Google - Τί είναι τα cookies...