Πώς οι βιολογικοί – νοητικοί και κοινωνικοί – πολιτισμικοί παράγοντες επιδρούν στην ανάπτυξη και έκφραση συναισθημάτων κατά τη βρεφική ηλικία.

Διον.Κ.Παρούτσας

Έννοιες κλειδιά
Συναισθηματική ανάπτυξη
Ιδιοσυγκρασία
Γνωστικές θεωρίες
Βρεφική Ηλικία
Κοινωνικοπολιτισμικό πλαίσιο
Συναισθηματικός δεσμός (Προσκόλληση)

Περιεχόμενα ιστοσελίδας

Εισαγωγή

Συναίσθημα

Ιδιοσυγκρασία

Από τη γέννηση στην πρώτη βιο-κοινωνική & συμπεριφορική μεταστροφή

Από την πρώτη στη δεύτερη βιο-κοινωνική & συμπεριφορική μεταστροφή

Από τη δεύτερη στην τρίτη βιο-κοινωνική & συμπεριφορική μεταστροφή

Σύνοψη

Βιβλιογραφία

Η έλλειψη λεκτικής επικοινωνίας που παρουσιάζει ο άνθρωπος στην πρώιμη περίοδο της ζωής του, αποτέλεσε για μεγάλο χρονικό διάστημα ισχυρό εμπόδιο στη μελέτη του τρόπου με τον οποίο προσλαμβάνει τα μηνύματα του κόσμου από τον οποίο περιβάλλεται.

Εντούτοις, με την πάροδο των ετών, επινοήθηκαν περισσότερο επιτυχείς μέθοδοι, με αποτέλεσμα να είναι πλέον δυνατή η διερεύνηση και η κατανόηση του τρόπου με τον οποίο τα βρέφη αλληλεπιδρούν με το περιβάλλον τους, αισθανόμενα και συναισθανόμενα τα ερεθίσματα που προέρχονται από αυτό.

Στην παρούσα εργασία θα επιχειρηθεί μια αδρομερής προσέγγιση αυτής της αλληλεπίδρασης, εστιαζόμενη κυρίως στον συναισθηματικό κόσμο του βρέφους καθώς έχει διαπιστωθεί ότι ακόμα και αμέσως μετά τη γέννηση είναι παρόντα ορισμένα βασικά συναισθήματα, τα οποία μάλιστα έχουν τη δύναμη μέχρι και να διαμορφώσουν τον κοινωνικό περίγυρο προς όφελός του.

 

2. Συναίσθημα και ιδιοσυγκρασία

2. 1. Συναίσθημα

Καθορίζοντας τη βασική έννοια στην οποία βασίζεται η παρούσα εργασία, θα μπορούσαμε να πούμε ότι με τον όρο «συναίσθημα» ορίζουμε την ιδιαίτερη ψυχική διάθεση στην οποία περιέρχεται κανείς ως αποτέλεσμα ποικίλων καταστάσεων, οι οποίες οφείλονται είτε σε εξωτερικά ερεθίσματα είτε σε λειτουργίες του οργανισμού: η χαρά, η λύπη, η αγάπη, το μίσος, η οργή, ο ενθουσιασμός είναι έντονα συναισθήματα. (Μπαμπινιώτης, 1998: 1714)

Υπάρχουν δύο κύριες μέθοδοι προσέγγισης των συναισθημάτων: 1) Η ψυχολογική και 2) η βιολογική.

  1. H ψυχολογική μελέτη των συναισθημάτων χωρίζεται κυρίως μεταξύ των «γνωστικών» και «μη γνωστικών» θεωριών. Ορισμένοι ψυχολόγοι διαιρούν επίσης τα συναισθήματα σε «βασικά» και «σύνθετα», με τα πρώτα να οδηγούν σταδιακά στα δεύτερα.
  2. Η βιολογική προσέγγιση γίνεται μέσω των θεωριών των «ενστικτωδών συναισθημάτων» (από την εγκεφαλική αμυγδαλή) ή των «γνωστικών συναισθημάτων» (από τον πρόσθιο λοβό του εγκεφάλου).

Κάποιοι θεωρητικοί, υποστηρίζουν ότι τα συναισθήματα έχουν εξελιχθεί με σκοπό την επιβίωση του οργανισμού. Από αυτό συνάγεται ότι αν η ύπαρξη ενός συναισθήματος υπαγορεύει μια συγκεκριμένη συμπεριφορά τότε και η συμπεριφορά θα πρέπει να σηματοδοτεί απαραίτητα και την ύπαρξη του συναισθήματος. (Nico Frijda, 1986)

Με βάση αυτή τη θεώρηση, έγινε μελέτη των εκφράσεων του προσώπου η οποία έδειξε ότι με τη γέννηση υπάρχουν τα εξής βασικά συναισθήματα: χαρά, θυμός, λύπη, αηδία, δυσφορία, ενδιαφέρον, φόβος και έκπληξη αν και ορισμένοι υποστηρίζουν ότι τα νεογέννητα βιώνουν μόνο δύο γενικά ήδη συναισθημάτων, ένα θετικό και ένα αρνητικό. (Cole & Cole, 2002 : 245)

2.2 Ιδιοσυγκρασία

Τα συναισθήματα και ο τρόπος εκδήλωσής τους είναι μια συνεχής αναπτυξιακή διαδικασία που συχνά επηρεάζεται και από διάφορους κοινωνικούς παράγοντες. Φαίνεται δε, ότι δεν ξεκινά εκ του μηδενός. Αντίθετα, βασίζεται στην ιδιοσυγκρασία του νεογέννητου. Με τον όρο «ιδιοσυγκρασία» νοούνται οι διαφορετικοί τρόποι αντίδρασης κάθε βρέφους στα περιβαλλοντικά ερεθίσματα οι οποίοι φαίνεται να εντοπίζονται από τις πρώτες κιόλας μέρες της ζωής του. Οι αντιδράσεις αυτές αποτελούν θεμελιώδη στοιχεία της προσωπικότητας και τα χαρακτηριστικά τους φαίνεται να προσδιορίζονται γενετικά, αν και είναι πιθανό οι πολιτισμικές επιρροές να επιδρούν ως ένα σημείο στην εκδήλωσή τους. Έτσι, ένα μωρό μπορεί να χαρακτηριστεί «γκρινιάρικο», «απαιτητικό» ή «καλόβολο», και με τον τρόπο αυτό να δεχτεί διαφορετική αντιμετώπιση από το περιβάλλον του (ό.π.: 248).

 

 

3. Η συναισθηματική ανάπτυξη στο βρεφικό στάδιο

 

Η έρευνα έχει καταδείξει ότι η βρεφική ηλικία «χωρίζεται» σε τρία ξεχωριστά αναπτυξιακά στάδια, τα οποία οριοθετούνται με σχετικά μεγάλη ακρίβεια, καθώς διαχωρίζονται μεταξύ τους από κάποια ψυχολογικά και βιολογικά συμβάντα (αναδιοργανώσεις) που αποκαλούνται «βιο-κοινωνικές & συμπεριφορικές μεταστροφές».

3.1 Από τη γέννηση στην πρώτη βιο-κοινωνική & συμπεριφορική μεταστροφή

Η πρώτη μεταγεννητική αναδιοργάνωση είναι αποτέλεσμα όλων των αναπτυξιακών αλλαγών που συμβαίνουν κατά τους πρώτους μήνες της ζωής του ανθρώπου είτε αυτές εντάσσονται στο βιολογικό, είτε στο συμπεριφορικό είτε στο κοινωνικό πεδίο. Καθώς η αλληλεπίδραση των τριών αυτών πεδίων οδηγεί τελικά στην εμφάνιση συγκεκριμένων συμπεριφορών και άρα συναισθηματικών εκφράσεων, οι προσεγγίσεις ως προς την σημασία καθενός από τους παράγοντες ποικίλουν, με αποτέλεσμα την ύπαρξη τεσσάρων διαφορετικών προσεγγίσεων. (Κολιάδης, 1997)

Σύμφωνα με τη βιολογική προσέγγιση, η ανάπτυξη του πρωτογενούς συναισθηματικού κόσμου των βρεφών οφείλεται σε βιολογικούς – γενετικούς παράγοντες που απορρέουν από την ωρίμανση του ΚΝΣ και των αισθητηριακών οδών (όραση, όσφρηση κλπ). Καθώς επέρχεται μια σημαντική ανάπτυξη στον αριθμό και την αποτελεσματικότητα των νευρικών συνάψεων, παράλληλα αυξάνει και η πολυπλοκότητα των εκδηλώσεων συμπεριφοράς. (Κολιάδης, 2002)

Η συμπεριφοριστική προσέγγιση χρησιμοποιεί τα δεδομένα της κλασικής θεωρίας του Παβλόφ και της συντελεστικής θεωρίας του Σκίνερ, για να ερμηνεύσει την εμφάνιση των συναισθηματικών εκδηλώσεων. Σύμφωνα με αυτή, ένα ανεξάρτητο ερέθισμα μπορεί να ενισχύσει αρνητικά ή θετικά την εμφάνιση ενός συναισθήματος ή της αντίστοιχης συμπεριφοράς. (Γενά, 2007)

Στην εποικοδομιστική (κονστρουκτιβιστική) θεώρηση, όπως εκφράστηκε από τον Πιαζέ, τα πάντα προέρχονται από την επίδραση του ατόμου από το περιβάλλον του και, μέσω της αφομοίωσης και της συμμόρφωσης, τα εγγενή γνωστικά σχήματα μετεξελίσσονται σε πιο ευέλικτα και αποτελεσματικά, βελτιώνοντας με τον τρόπο αυτό τόσο την αποτελεσματικότητα των αντιδράσεων, όσο και την ένταση ή την ποικιλία των συναισθημάτων που τις προκαλούν. (Ουάντσγουερθ, 2002)

Τέλος, η προσέγγιση του πολιτισμικού πλαισίου, εδράζεται κυρίως στη θεωρία του Βιγκότσκι, σύμφωνα με την οποία το περιβάλλον είναι εκείνο που διαμορφώνει την προσωπικότητα. Έτσι, οι πολιτισμικές παραλλαγές προσδιορίζουν και τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται ορισμένα σημαντικά γεγονότα στη ζωή του παιδιού, όπως ο θηλασμός, ο ύπνος κτλ, τα οποία με τη σειρά τους επιδρούν στις εμπειρίες και προσδιορίζουν τη συμπεριφορά του. (Βιγκότσκι, 1934)

Με την ολοκλήρωση των επιμέρους διεργασιών και αλλαγών τόσο σε βιολογικό όσο και σε κοινωνικό αλλά και ψυχολογικό επίπεδο, κλείνουν οι πρώτοι 2,5 μήνες με την εμφάνιση του «κοινωνικού χαμόγελου». Πρόκειται για την μεταβολή ενός πρώιμου αντανακλαστικού σε «σκόπιμη» έκφραση συναισθηματικής ικανοποίησης, πιθανότατα στη βάση της συμπεριφοριστικής προσέγγισης, για την οποία όμως είναι απαραίτητο να προηγηθούν κάποιες προαπαιτούμενες νοητικές – βιολογικές διεργασίες, όπως είναι για παράδειγμα η ολοκλήρωση της οπτικής ικανότητας να εστιάζει το βρέφος σε πρόσωπα.

Από τη στιγμή αυτή και μετά αρχίζει μια νέα περίοδος επικοινωνίας του βρέφους με τους γονείς του, που εγκαθιστά έναν επίσης νέο τρόπο αλληλεπίδρασης. Ο τρόπος αυτός, σε συνδυασμό με το κλάμα της πείνας ή του πόνου, έχει τη δυνατότητα να μεταβάλλει τους περιβαλλοντικούς παράγοντες προς όφελος του βρέφους.

3.1 Από την πρώτη στη δεύτερη βιο-κοινωνική & συμπεριφορική μεταστροφή

Από τον 3ο μήνα μέχρι τα πρώτα γενέθλια του παιδιού, παρατηρούνται σημαντικές εξελίξεις στο βάθος, στην ένταση αλλά και στην πολυπλοκότητα των συναισθημάτων τα οποία βιώνει και είναι παράλληλες με τη βιολογική και νοητική ανάπτυξη που συντελείται στον εγκέφαλο και το σώμα του.

Καθώς αυξάνεται η ικανότητά του να αντιλαμβάνεται τις ομοιότητες ανάμεσα στα αντικείμενα, να υπολογίζει το πλήθος τους, να τα κατηγοριοποιεί και καθώς η μνήμη του βαθμιαία βελτιώνεται με τη διαδικασία της «εσκεμμένης» ανάκλησης, τα βρέφη αρχίζουν πλέον να γίνονται επιφυλακτικά απέναντι στο άγνωστο και το ασυνήθιστο.

Αυτή η επιφυλακτικότητα οδηγεί στην ανάγκη μεγαλύτερης εξάρτισης από το πρόσωπο που εμπιστεύεται και λόγω της ικανότητάς του να κατηγοριοποιεί, έχει τη δυνατότητα να διαχωρίζει τους «γνωστούς» από τους «ξένους». Ταυτόχρονα, η αυτονόμηση της κίνησής του αυξάνει την ένταση των συναισθημάτων θυμού ή χαράς τόσο του ίδιου όσο και των ενήλικων που το επιβλέπουν.

Για τους λόγους αυτούς αναπτύσσεται η λεγόμενη «προσκόλληση» (δεσμός) των βρεφών με τη μητέρα, που χαρακτηρίζεται από την επιθυμία να βρίσκονται κοντά της όσο το δυνατόν περισσότερο, να θλίβονται όταν απομακρύνονται από αυτή, να αισθάνονται χαρά όταν επιστρέφει και να προσανατολίζουν τις πράξεις τους προς αυτήν επιδιώκοντας συνεχώς την βλεμματική επαφή. (Klaus κ.ά. 2004)

Παράλληλα, μεταβάλλεται το είδος της επικοινωνίας με τα πρόσωπα που το φροντίζουν. Ενώ δηλαδή στο πρώτο τρίμηνο η επικοινωνία γινόταν «πρόσωπο με πρόσωπο» και αφορούσε στα συναισθήματα μόνο των άμεσα εμπλεκομένων, τώρα γίνεται εφικτό το μοίρασμα συναισθημάτων για αντικείμενα και πρόσωπα εκτός του δίπολου αυτού (π.χ. ένα παιχνίδι ή ένα άλλο πρόσωπο). Ταυτόχρονα, αναπτύσσεται και η λεγόμενη συναισθηματική αναφορά, κατά την οποία το βρέφος προσπαθεί να διαβλέψει μέσω της έκφρασης του προσώπου του ενήλικα την αντίδρασή του μπροστά σε κάποια άγνωστη κατάσταση. (Trevarthen, 1980)

 

 

3.2 Από τη δεύτερη στην τρίτη βιο-κοινωνική & συμπεριφορική μεταστροφή

Καθώς το βρέφος αναπτύσσεται, από το τέλος του πρώτου έτους μέχρι και την συμπλήρωση των δυόμισι χρόνων του οπότε και κατακτά το γλωσσικό εργαλείο στο μεγαλύτερο βαθμό του, νέες αποχρώσεις προστίθενται στην παλέτα των συναισθηματικών του βιωμάτων.

Τα αρχικά βασικά συναισθήματα διαφοροποιούνται και αυξάνεται η ποικιλία τους. Η αυξημένη ικανότητα του παιδιού να αξιολογεί τη συμπεριφορά του με κοινωνικούς όρους και να συνειδητοποιεί τον εαυτό του, οδηγεί στη βίωση δευτερογενών συναισθημάτων όπως είναι η ενόχληση, η υπερηφάνεια, η ενοχή, ο φθόνος. Αυτό όμως που χαρακτηρίζει περισσότερο αυτή την περίοδο είναι ο φόβος και η δυσφορία όταν αποχωρίζεται το πρόσωπο με το οποίο έχει αναπτύξει ισχυρό συναισθηματικό δεσμό.

Η ανάπτυξη του δεσμού και το άγχος της απομάκρυνσης είναι οικουμενικό χαρακτηριστικό και σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του φαίνεται να παίζει η σωματική επαφή παρά η απλή παροχή τροφής. Εντούτοις, και παρά την οικουμενικότητα του δεσμού, το πολιτισμικό και κοινωνικό πλαίσιο συμβάλλει σημαντικά στο είδος των συναισθημάτων που αναπτύσσονται κατά τη διαδικασία του αποχωρισμού.

Η συμπεριφορά του ενήλικα επηρεάζει επίσης κατά πολύ τα συναισθήματα του βρέφους, με συνέπεια πχ. η ευαισθησία της μητέρας προς τις ανάγκες του να αποτελεί σημαντικό παράγοντα για την εγκατάσταση ενός «ασφαλούς» δεσμού. Το ίδιο σημαντική είναι και η ιδιοσυγκρασία του βρέφους για τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίζεται τον αποχωρισμό.

Ο τρόπος ανατροφής, οι παραδόσεις και οι κατά τόπους αντιλήψεις αυξάνουν οι μειώνουν ανάλογα τις εκδηλώσεις άγχους, αλλά φαίνεται ότι η σταθερότητα των συνθηκών μέσα στις οποίες ζει το παιδί, είναι ο κυρίαρχος παράγοντας για την διαμόρφωση του είδους του δεσμού που θα έχει λιγότερες εκδηλώσεις αρνητικών συναισθημάτων καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του. (Kagan κ.ά, 1978)

 

Από όσα προαναφέρθηκαν προκύπτει ότι η συναισθηματική ανάπτυξη κατά τη βρεφική ηλικία ακολουθεί συστηματικά τόσο την βιολογική όσο και γνωστική ανάπτυξη.

Κατά το πρώτο τρίμηνο της ζωής του, υπάρχουν σε πρωτογενή μορφή κάποιες εκδηλώσεις βασικών συναισθημάτων, τα οποία, καθώς μεγαλώνει, γίνονται όλο και περισσότερο αντιληπτά και διαφοροποιούνται. Με την εμφάνιση του κοινωνικού χαμόγελου, ως εκούσια πράξη, έχουμε και το πρώτο σαφές δείγμα συναισθηματικής εκδήλωσης που αλλάζει τον τρόπο επικοινωνίας με τους ενήλικες.

Στη δεύτερη φάση της βρεφικής ηλικίας, εμφανίζεται ο συναισθηματικός δεσμός και η συναισθηματική αναφορά στο πρόσωπο του ενήλικα που το φροντίζει, ενώ ταυτόχρονα λόγω της ανάπτυξης της μνήμης και άλλων γνωστικών διαδικασιών δημιουργείται ο φόβος για το άγνωστο.

Στην τρίτη φάση εδραιώνεται το είδος του συναισθηματικού δεσμού, το οποίο παίζει καθοριστικό ρόλο στην μετέπειτα πορεία του παιδιού.

Σε όλες τις φάσεις σημαντικό ρόλο παίζει το κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον, το οποίο ανάλογα με τα χαρακτηριστικά του επηρεάζει με συγκεκριμένους τρόπους τον συναισθηματικό κόσμο του βρέφους. 

 

Cole Μ. & Cole S, «Η Ανάπτυξη των παιδιών», Τυπωθήτω, Αθήνα 2002

Frijda, N. H. (1986). The emotion, στο Russell J., (2003), Core Affect and the Psychological Construction of Emotion, Psychological Review, τ. 110, No. 1, Boston

Kagan J., Kearsley R.B, & Zelazo P. (1978) Infancy: Its place in human development, Harvard Univercity Press, Cambridge, England

Klaus M., Klaus, P., Kennel, T. (2004) Ένας μοναδικός δεσμός . Το θεμέλιο για ένα παιδί ασφαλές και ανεξάρτητο, Μετάφραση Χαρούλα Καρατζά, ΡΕΩ, Αθήνα

Trevarthen C. (1980), The foundations of intersubjectivity: Development of interpersonal and cooperative understanding in infants στο: D. Olson, The social foundations of language and thought, Norton, New York.

Βιγκότσκι Λεβ, (1934), Σκέψη και Γλώσσα, μετάφραση Αντζελίνα Ρόδη (1993), Γνώση (β. εκδ ), Αθήνα

Γενά Α., (2007) Θεωρία και Πράξη της Ανάλυσης της Συμπεριφοράς, Gutenberg, Αθήνα 2007

Κολιάδης Ε. (1997), Θεωρίες μάθησης και εκπαιδευτική πράξη, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα

Κολιάδης Ε. (2002), Γνωστική ψυχολογία, γνωστική νευροεπιστήμη και εκπαιδευτική πράξη. Μοντέλο επεξεργασίας πληροφοριών, Αυτοέκδοση, Αθήνα

Μπαμπινιώτης Γ., (1998), Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα

Ουάντσγουερθ Γ. Μ., (2002), Η θεωρία του Ζαν Πιαζέ για γνωστική και συναισθηματική ανάπτυξη, Καστανιώτης, Αθήνα

 

 

ΣΥΝΟΠΤΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ ΤΟΥ ΣΑΪΤ

Αυτό το σάιτ χρησιμοποιεί Κώδικα Καταγραφής (ΚωΚ ή cookies) κυρίως για την προβολή διαφημίσεων από την Google - Μάθετε περισσότερα...