Σημαντικές αλλαγές στην απόκτηση αίσθησης του εαυτού κατά τη μέση παιδική ηλικία και την εφηβεία

Έννοιες κλειδιά:
Εαυτός
Εφηβεία
Μέση παιδική ηλικία
Παιχνίδι κανόνων
Πολιτισμική αλλοτρίωση
Προβλήματα συμπεριφοράς
Ταυτότητα

Εισαγωγή

Η δεκαετία που καταλαμβάνει το ηλικιακό διάστημα από τα 8 μέχρι τα 18 έτη της ανθρώπινης ζωής, είναι ιδιαίτερα σημαντική σε ό,τι αφορά στη διαμόρφωση της "αίσθησης του εαυτού".

Στο διάστημα αυτό ο άνθρωπος συνειδητοποιεί το μέγεθος της αλληλεπίδρασης που ασκείται ανάμεσα στον ίδιο και τους υπόλοιπους ανθρώπους και παράλληλα διαμορφώνει κάποιες συγκεκριμένες στάσεις ζωής που έχουν να κάνουν ακριβώς με τον τρόπο που διαισθάνεται ότι ο ίδιος επηρεάζει ή επηρεάζεται από τους άλλους.

Το χρονικό αυτό διάστημα χωρίζεται συμβατικά σε δύο περιόδους, την Μέση Παιδική Ηλικία και την Εφηβεία. Παρ' όλο που οι διάφορες γνωστικές και βιολογικές αλλαγές που συντελούνται στην κάθε μία είναι διαφορετικές, εντούτοις, σε ότι αφορά την διαμόρφωση της αίσθησης του εαυτού, η εξέλιξη είναι ενιαία και αλληλοσυμπληρούμενη, με τρόπο ώστε τα όρια να συγχέονται.

Στα πλαίσια της παρούσας εργασίας θα επιχειρηθεί μια προσέγγιση του τρόπου με τον οποίο τόσο οι εξωτερικοί όσο και οι εσωτερικοί παράγοντες επιδρούν στη διαμόρφωση της αυτοαντίληψης, της ταυτότητας και εν τέλει της συνολικής προσωπικότητας του ατόμου.

1. Η έννοια του εαυτού και πώς καθορίζεται

Ορίζοντας την έννοια του "εαυτού" θα λέγαμε ότι είναι ο τρόπος με τον οποίο ο κάθε άνθρωπος αντιλαμβάνεται και αξιολογεί την προσωπικότητά του. Βασικοί άξονες στην επίτευξη αυτής της αξιολόγησης είναι η αυτοαντίληψη και η αυτοεκτίμηση.

Η αυτοαντίληψη έχει να κάνει με το "αντικειμενικό" μέρος της αξιολόγησης και ουσιαστικά περιγράφει τα χαρακτηριστικά του κάθε ατόμου (π.χ "ξέρω να κάνω ντρίμπλες στο ποδόσφαιρο") ενώ η αυτοεκτίμηση συναρτάται από το πώς το ίδιο το άτομο αισθάνεται για την αξία του (π.χ είμαι ευχαριστημένος, επειδή, ξέροντας να κάνω ντρίμπλες, μπαίνω πάντα αρχηγός στην ομάδα ποδοσφαίρου). (Cole, 2002)

Ένας τρίτος παράγοντας που καθορίζει την έννοια του εαυτού είναι η ταυτότητα. Ως τέτοια νοείται το σύνολο των συγκεκριμένων χαρακτηριστικών που πρέπει να συγκεντρώνει ένα άτομο ώστε να μπορεί να αναλάβει έναν συγκεκριμένο ρόλο σε μια συγκεκριμένη ομάδα. Σύμφωνα με τον Erikson υπάρχουν πολλαπλές ταυτότητες, όπως είναι η ταυτότητα του φύλου, η επαγγελματική, η θρησκευτική, η πολιτική κτλ. (Erikson, 1968)

Ενώ η αυτοαντίληψη και η αυτοεκτίμηση αρχίζουν να αναπτύσσονται από τα πρώτα χρόνια της μέσης παιδικής ηλικίας, οι διάφορες ταυτότητες επιλέγονται και κατακτώνται κυρίως κατά την εφηβεία, αποτελώντας μάλιστα και την κύρια αναπτυξιακή της απαίτηση.

Υφίσταται επίσης μια επιπλέον περιγραφή της "ταυτότητας", σύμφωνα με την οποία μπορεί να είναι κοινωνική ή προσωπική, με βάση τον διαχωρισμό των "εγώ" του Mint, κατά τον οποίο υπάρχει ένα εσωτερικό και ένα εξωτερικό εγώ.

Μια άλλη διάκριση της ταυτότητας, σε σχέση με το πόσο δεσμευμένο είναι το άτομο σε αυτή και το πόσο έχει διερευνήσει τις αξίες και τις αρχές της, προτείνει ο Marcia. Κατ' αυτόν υπάρχουν τέσσερα ήδη ταυτότητας ταξινομημένα εξελικτικά ως εξής: διάχυτη, δοτή, μορατόριουμ και κεκτημένη ταυτότητα. Το εξελικτικό στάδιο στο οποίο μπορεί να φτάσει κάποιος καθορίζεται επίσης στα χρόνια της εφηβείας και θα συζητηθεί στο αντίστοιχο κεφάλαιο.

Από τα παραπάνω συνάγεται ότι αφ' ενός η αυτοαντίληψη διαφέρει από την ταυτότητα και αφ' ετέρου ότι ο εαυτός μας "συναποτελείται" από πολλές επί μέρους ταυτότητες τις οποίες το άτομο υιοθετεί ανάλογα με τις περιστάσεις.

2. Η αίσθηση του εαυτού στη μέση παιδική ηλικία

i. Οι κοινωνικές μεταβολές

Στο διάστημα μεταξύ των 6 και 12 ετών, συμβαίνουν πολλές και σημαντικές αλλαγές στο βιολογικό και γνωστικό τομέα της ανάπτυξης. Παράλληλα με αυτές, εντοπίζονται και σημαντικές κοινωνικές αλλαγές καθώς το παιδί μετακινείται από την επίβλεψη των γονέων στο σχολικό και ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο, στο οποίο οι συνομήλικοι διαδραματίζουν ολοένα και σημαντικότερο ρόλο, καθορίζοντας επιπλέον και την αίσθηση του παιδιού για τον εαυτό του μέσω της νέας ταυτότητας που πρέπει να αναπτύξει για τη συμμετοχή του στην ομάδα. (Piaget, 1983)

Έτσι, ενώ στη νηπιακή ηλικία κυριαρχεί το παιχνίδι των ρόλων, στη μέση παιδική ηλικία εμφανίζεται το παιχνίδι με κανόνες, το οποίο προϋποθέτει την ικανότητα αντίληψης της κοινωνικής προοπτικής, της μεταφοράς στη θέση του άλλου και την αντίληψη της συνέπειας των πράξεων. Με το παιχνίδι αυτό, το παιδί μαθαίνει πλέον τον τρόπο με τον οποίο θεσπίζονται οι κανόνες καθώς και το ότι υπάρχει περιθώριο μεταβολής τους μετά από κοινή συμφωνία. (Παρασκευόπουλος, 1985)

Στη φάση αυτή η συμπεριφορά δεν εξαρτάται τόσο από εξωτερικές ποινές και ανταμοιβές όσο από μια εσωτερική, προσωπική αίσθηση του σωστού και του λάθους. Με τον τρόπο αυτό δημιουργούνται οι ηθικοί κανόνες, οι οποίοι αφορούν τη δικαιοσύνη και την ευημερία όλων των ανθρώπων καθώς και οι κοινωνικές συμβάσεις που ρυθμίζουν τη συμπεριφορά των μελών μιας συγκεκριμένης ομάδας.

Την περίοδο αυτή εμφανίζεται ακόμη η διάσταση της φιλίας ως κοινωνικοποιητικός παράγοντας, καθώς οι φιλικές σχέσεις των δύο φύλων είναι άμεσα συνδεδεμένες με τις διάφορες προσδοκίες που έχει η κοινωνία από το κάθε φύλο. (Corsaro, 2000)

Η θέση του παιδιού μέσα στην ομάδα και ο χαρακτηρισμός του ως δημοφιλές, απορριπτέο, παραμελημένο ή αμφιλεγόμενο που βασίζεται σε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του (εμφάνιση, επιθετικότητα, επίδοση, φυσική κατάσταση κτλ) έχει σοβαρές συνέπειες στη μετέπειτα ανάπτυξή του. Ταυτόχρονα εμφανίζεται ο ανταγωνισμός ή η συνεργασία μεταξύ των συνομηλίκων ανάλογα με τα κρατούντα κοινωνικά πρότυπα.

ii. Ο αυτοπροσδιορισμός

Όλες αυτές οι κοινωνικοποιητικές διαδικασίες και μεταβολές, οδηγούν αναπόφευκτα στην αλλαγή του τρόπου με τον οποίο τα παιδιά αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους. Καθώς το παιδί μεγαλώνει, ο τρόπος αυτός γίνεται όλο και πιο σύνθετος και μεταξύ των 8 και 11 ετών, δεν περιγράφουν απλώς τις δυνατότητες ή τα μειονεκτήματά τους, αλλά κάνουν και συνδυασμούς των περιγραφών αυτών εκφέροντας παράλληλα και αξιολογικές κρίσεις με συναισθηματικό περιεχόμενο του τύπου: "είμαι πιο έξυπνος και γι' αυτό δεν με κάνουν παρέα".

Ταυτόχρονα, εμπλέκονται στη διαδικασία της κοινωνικής σύγκρισης, αντιπαραβάλλοντας τις προσωπικές τους επιδόσεις με αυτές των συνομηλίκων τους, στην αρχή άμεσα και ευθέως και στη συνέχεια περισσότερο έμμεσα και περίτεχνα για να αποφύγουν το ενδεχόμενο να κάνουν τους άλλους να αισθανθούν άσχημα.

Τέλος, μέσω των διαδικασιών αυτών επιτυγχάνεται ένα συγκεκριμένο επίπεδο αυτοεκτίμησης. Η αυτοεκτίμηση θεωρείται ένας βασικός δείκτης ψυχικής υγείας και κοινωνικής επάρκειας. Φυσικά, η σχέση ανάμεσα στην αυτοαξιολόγηση και τις απόψεις των άλλων σχετικά με το κάθε άτομο, αλλάζει ανάλογα με την ηλικία. Στην αρχή οι εκτιμήσεις είναι περισσότερο ελαστικές σε ότι αφορά τα προσωπικά επιτεύγματα, καθώς όμως το παιδί μεγαλώνει, όλο και περισσότερο η αξιολόγηση του εαυτού αρχίζει να αντιστοιχεί με εκείνη των δασκάλων και των συνομηλίκων.

Είναι χαρακτηριστικό, δε, ότι ένα υψηλό επίπεδο αυτοεκτίμησης συνδέεται και με τις οικογενειακές πρακτικές διαπαιδαγώγησης. Συγκεκριμένα για να υπάρξει υψηλή αυτοεκτίμηση απαιτείται η ύπαρξη τριών γονεϊκών χαρακτηριστικών: α) αποδοχή των παιδιών και των ενεργειών τους, β) καθορισμός και τήρηση συγκεκριμένων ορίων και γ) σεβασμός στην ατομικότητα και τη διαφορετικότητα του παιδιού. (Cole, 2002)

3. Η αίσθηση του εαυτού στην περίοδο της εφηβείας

i. Τα προβλήματα της εφηβείας

Η περίοδος της εφηβείας που ξεκινάει γύρω στο 12ο χρόνο της ζωής, χαρακτηρίζεται ως περίοδος διερεύνησης των στοιχείων εκείνων που θα διευκολύνουν το άτομο να προσκτήσει την τελική του ταυτότητα και να διαμορφώσει τον χαρακτήρα του ως ενήλικας. Κατά την περίοδο αυτή, καθώς το παιδί μεταβαίνει από το δημοτικό στο γυμνάσιο, συμβαίνουν δραματικές αλλαγές και αρχίζει μια έντονη δραστηριότητα αναζήτησης, αμφισβήτησης, απογαλακτισμού, προβληματισμού και άγχους. Διαρρηγνύονται οι συνδετικοί κρίκοι του παρελθόντος και εγκαθίστανται νέοι προκαλώντας σύγχυση όχι μόνο στον ίδιο τον έφηβο αλλά και τους ενήλικες οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με τη διαπαιδαγώγηση και την ψυχοκοινωνική του προσαρμογή. (Lerner & Galambos, 1998)

Όλη αυτή η διαδικασία έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση ορισμένων προβλημάτων συμπεριφοράς τα οποία μπορεί να είναι τόσο εξωτερικευμένα (χρήση ουσιών, σχολική αποτυχία, παραβατικότητα) όσο και εσωτερικευμένα (κατάθλιψη, άγχος, εσωστρέφεια). Εντούτοις, στο μεγαλύτερο ποσοστό τους, τα προβλήματα αυτά είναι παροδικά και πρέπει να γίνεται σαφής διάκριση ανάμεσα στην περιστασιακή και την διαρκή έκθεση σε καταστάσεις κινδύνου. Επίσης, πολλά προβλήματα αυτής της περιόδου έχουν τις ρίζες τους στην παιδική ηλικία και χρειάζεται ενδελεχής έλεγχος για να διαπιστωθεί κατά πόσον προγενέστερες καταστάσεις έχουν οδηγήσει σε συγκεκριμένες εκδηλώσεις κατά τη διάρκεια της εφηβείας. (Νόβα-Καλτσούνη κ.ά, 2002)

Γεγονός πάντως είναι ότι τα εξωτερικευμένα προβλήματα μπορούν να αντιμετωπιστούν πιο εύκολα από τα εσωτερικευμένα και μάλιστα στην περίπτωση της κατάθλιψης φαίνεται ότι από τη στιγμή που θα εμφανιστεί θα παρουσιάσει αυξητική τάση.

ii. Ο αυτοπροσδιορισμός κατά την εφηβεία

Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω (κεφ.1), δυο βασικές συνιστώσες της έννοιας του εαυτού είναι η αυτοαντίληψη και η αυτοεκτίμηση. Σύμφωνα με τον James το μέγεθος της αυτοεκτίμησης ενός ατόμου προσδιορίζεται από τις επιτυχίες που είχε σε σχέση με τους αρχικούς του στόχους. Όσο περισσότερο δηλαδή κάποιος καταφέρνει να πετύχει αυτό που επιδιώκει, τόσο μεγαλύτερη αυτοεκτίμηση έχει. Αντίθετα, σύμφωνα με τον Cooley, η εκτίμηση που έχουμε για την αξία μας ως ατόμων αντικατοπτρίζει αυτό που νομίζουμε ότι οι άλλοι πιστεύουν για μας (κατοπτρικός εαυτός).

Σε κάθε περίπτωση πάντως, καθώς το άτομο μεγαλώνει και διέρχεται τις διάφορες ηλικιακές φάσεις από την παιδική ως την εφηβική ηλικία, μεταβάλλει τόσο τη δομή όσο και το περιεχόμενο της έννοιας του εαυτού. Έτσι, βαθμιαία, προστίθενται περισσότερες κατηγορίες αυτοπεριγραφών και ένας 16χρονος έφηβος δεν περιγράφει απλά τον εαυτό του ως "καλό", "κακό" ή "έξυπνο" αλλά μπορεί να διακρίνει και επιμέρους χαρακτηριστικά όπως "γενναιόδωρος", "κοινωνικός", "ευαίσθητος", "αδιάφορος" κλπ.

Η διαφοροποίηση αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι πολλές φορές οι έφηβοι ενεργοποιούν "πολλούς εαυτούς", ανάλογα με τους κοινωνικούς ρόλους που αναλαμβάνουν. Ορισμένοι ερευνητές μάλιστα υποστηρίζουν την άποψη ότι κατά την εφηβεία μπορεί να παρατηρηθεί η ύπαρξη ενός αληθινού και ενός επίπλαστου εαυτού, με τον δεύτερο να χρησιμοποιείται ως όχημα αποδοχής από το περιβάλλον και τους γονείς προκαλώντας μάλιστα και καταθλιπτικά συναισθήματα στην περίπτωση που ο αληθινός εαυτός καταπιέζεται σημαντικά.

Κατά τη διάρκεια της εφηβείας, λοιπόν, φαίνεται να υπάρχει σημαντική διακύμανση στην έννοια του εαυτού και οι εκτιμήσεις γι' αυτόν είναι πολλές φορές μεταβαλλόμενες. Εντούτοις, μια κακή αυτοεκτίμηση αποτελεί κακή αφετηρία για οποιαδήποτε θετική μεταβολή, κι αυτό διότι εκείνοι που αξιολογούν ήδη θετικά τον εαυτό τους έχουν περισσότερες πιθανότητες να επιβεβαιωθούν σε σχέση με όσους αυτοαξιολογούνται αρνητικά. Στην περίπτωση αυτή και όταν η εξωτερική ανατροφοδότηση είναι αρνητική, απλά επιβεβαιώνεται η προϋπάρχουσα θέση, ενώ ακόμα και αν η εξωτερική κρίση είναι θετική, δύσκολα ενσωματώνεται, καθώς εμποδίζεται από την προϋπάρχουσα δυσπιστία και ανασφάλεια. (Νόβα-Καλτσούνη κ.ά, 2002)

iii Η διαμόρφωση της ταυτότητας

Έχοντας περιγράψει ήδη και παραπάνω (κεφ.1) την ταυτότητα ως το σύνολο των συγκεκριμένων χαρακτηριστικών που πρέπει να συγκεντρώνει ένα άτομο ώστε να μπορεί να αναλάβει έναν συγκεκριμένο ρόλο σε μια συγκεκριμένη ομάδα, μένει να εξεταστεί η εξελικτική πορεία της κατάκτησής της.

Σύμφωνα με τον Erikson, κατά τη διάρκεια της ζωής συντελούνται οκτώ αναπτυξιακές κρίσεις του Εγώ, οι οποίες ξεκινούν από τον πρώτο χρόνο της ζωής και εκτείνονται ως την ύστερη ώριμη ηλικία. Τα στάδια αυτά περιλαμβάνονται σε ένα αντιστικτικό πλαίσιο αρνητικού – θετικού και παρ' όλο που συμβαίνουν σε μία μόνο φάση της ζωής δεν ολοκληρώνονται κατά τη διάρκειά της αλλά επικαλύπτουν η μία την άλλη. Για παράδειγμα, αν στον πρώτο χρόνο της ζωής το βρέφος νιώθει ότι καλύπτονται οι ανάγκες του θα αποκτήσει συναισθήματα εμπιστοσύνης, ενώ στην αντίθετη περίπτωση θα γίνει δύσπιστο και ανασφαλές. Αντίστοιχα αν κατά την εφηβεία, το άτομο, κατορθώσει να συγκεράσει σε ένα αρμονικό σύνολο τις αντιθετικές πτυχές του χαρακτήρα του θα διαμορφώσει ικανοποιητική ταυτότητα, ενώ σε αντίθετη περίπτωση θα βιώσει κρίση ταυτότητας. (Erikson,1950)

Με βάση την ταξινόμηση αυτή του Erikson, ισχύουν και τα εξής:

α) Η διαμόρφωση της ταυτότητας συμβαίνει στην εφηβεία, αλλά μπορεί να αλλάξει και στην ενήλικη ζωή

β) Η απόκτηση ταυτότητας εξαρτάται και από την επιτυχή ολοκλήρωση των προηγούμενων σταδίων

γ) Όσο περισσότερο συμμετέχει ο έφηβος στην αναζήτηση της ταυτότητάς του τόσο ισχυρότερη καθίσταται. Ταυτόχρονα απαιτείται και μια "ουδέτερη περίοδος", ένα χρονικό μορατόριουμ κατά το οποίο θα πειραματιστεί με διαφορετικούς ρόλους χωρίς καμιά οριστική δέσμευση.

δ) Το κοινωνικό πλαίσιο αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για τη διαμόρφωσή της.

ε) Υπάρχουν πολλά είδη ταυτοτήτων που πρέπει να κατακτηθούν ταυτόχρονα, όπως είναι η θρησκευτική, η πολιτική, η επαγγελματική, η σεξουαλική, η εθνική κ.ο.κ.

Κάθε μία από αυτές τις ταυτότητες, μπορεί να τύχει διαφορετικού βαθμού επίτευξης. Σύμφωνα με τον Marcia, οι βαθμοί αυτοί κλιμακώνονται σε τέσσερα επίπεδα ανάλογα με το πόσο ο έφηβος έχει διερευνήσει τις αρχές και τις αξίες της ταυτότητας και ανάλογα με το πόσο δεσμευμένος ή όχι είναι στο να τις ακολουθήσει. Τα τέσσερα επίπεδα είναι τα εξής:

  • Διάχυτη ταυτότητα: Είναι η περίπτωση που ο έφηβος δεν έχει διερευνήσει καθόλου ο ίδιος και δεν έχει δεσμευτεί σ' αυτήν. Τα άτομα με διάχυτη ταυτότητα είναι απαθή και κοινωνικά απομονωμένα, νιώθουν ανεπαρκή και αντιμετωπίζουν άγχος και μοναξιά.
  • Δοτή ταυτότητα: Τα άτομα με δοτή ταυτότητα επιδεικνύουν υψηλά επίπεδα δέσμευσης, χωρίς όμως να έχουν διερευνήσει εναλλακτικές πεποιθήσεις, αρχές, αξίες και στόχους. Η δέσμευση προέρχεται από τις προσδοκίες των σημαντικών άλλων και δημιουργεί αυταρχικούς εφήβους με αδιάλλακτη στάση ζωής.
  • Μορατόριουμ: Τα άτομα σε μορατόριουμ δεν έχουν δεσμευτεί πλήρως αλλά έχουν διερευνήσει επαρκώς και εξακολουθούν να αναζητούν τις αρχές και τους στόχους της ταυτότητάς τους. Έτσι επιδεικνύουν υψηλές συχνότητες τόσο θετικής όσο και αντικοινωνικής συμπεριφοράς, με σύντομες αλλά έντονες διαπροσωπικές σχέσεις και δυσκολία σε δέσμευση με σχέση οικειότητας.
  • Κεκτημένη ταυτότητα: Βρίσκεται στο υψηλότερο εξελικτικό στάδιο και χαρακτηρίζεται από υψηλό επίπεδο τόσο διερεύνησης όσο και δέσμευσης. Η κεκτημένη ταυτότητα σχετίζεται με την αφαιρετική σκέψη, με τον εσωτερικό "τόπο ελέγχου", καθώς και με υψηλά επίπεδα αυτοεκτίμησης, ανεπτυγμένες δεξιότητες μελέτης και προχωρημένο στάδιο αυτονομίας. (Marcia, 1966)

Από το σύνολο των πολλαπλών ταυτοτήτων που άπτονται του ιδεολογικού και του διαπροσωπικού τομέα, σημαντικότερες δείχνουν να είναι για τον πρώτο τομέα η επαγγελματική, η θρησκευτική, η πολιτική, και η φιλοσοφική ταυτότητα και για τον δεύτεροι η διαφυλική-συναισθηματική, η οικογενειακή, η ταυτότητα της ψυχαγωγίας κλπ.

Μια ακόμη ταυτότητα, η οποία επιδρά σημαντικά στη ψυχοκοινωνική προσαρμογή του ατόμου είναι η εθνική. Ιδιαίτερα σήμερα, με τις σημαντικές μετακινήσεις πληθυσμών σε ευρωπαϊκό αλλά και παγκόσμιο επίπεδο, προκύπτουν ολοένα και περισσότερα προβλήματα που άπτονται του ζητήματος. Σύμφωνα με το μοντέλο της πολιτισμικής αλλοτρίωσης υπάρχουν τέσσερις πιθανές καταστάσεις στις οποίες μπορεί να βρεθεί ένας έφηβος κατά την πορεία της ολοκλήρωσης της εθνικής του ταυτότητας (Berry,1997):

  1. Εθνική ταυτότητα σε σύνθεση: Αναφέρεται στην αρμονική συνύπαρξη παραδόσεων και αξιών από δύο ή περισσότερες πολιτισμικές ομάδες. Η σύνθεση αυτή επιδρά θετικά στην αυτοεκτίμηση και έχει καλύτερη ψυχολογική προσαρμογή.
  2. Διαχωρισμός εθνικής ταυτότητας: Το άτομο διατηρεί τις παραδόσεις του χωρίς να έχει επαφή με τις αξίες των "άλλων"
  3. Περιθωριοποίηση: Συνοδεύεται από σύγχυση, άγχος, συναισθήματα αποξένωσης και ανασφάλεια. Το άτομο στερείται τη δυνατότητα κοινωνικής στήριξης και αποδοχής.
  4. Αφομοιωμένη Εθνική ταυτότητα: Το άτομο αποποιείται την πολιτιστική του κληρονομιά, με αποτέλεσμα να εμφανίζει πολύ χαμηλή αυτοεκτίμηση.

Τέλος, η κατάκτηση των διαφόρων σταδίων της ταυτότητας ενός ατόμου, δείχνει να εξαρτάται και από το φύλο. Στις γυναίκες η πιθανότητα δοτής ταυτότητας είναι αυξημένη σε ότι αφορά το επάγγελμα, τη θρησκεία και τον πολιτισμό, ενώ αντίθετα έχουν κεκτημένη ταυτότητα στους τομείς της οικογένειας και της σεξουαλικότητας. Το πλήθος των ρόλων και των επιλογών των γυναικών στη σύγχρονη εποχή, αποτελεί δυνητική πηγή συγχύσεων και αντιθέσεων.

Συμπέρασμα

Με βάση όσα αναφέρθηκαν στην παρούσα εργασία συνάγεται ότι κατά τη διάρκεια της μέσης παιδικής ηλικίας και της εφηβείας συντελούνται σημαντικές αλλαγές στην αίσθηση που έχει το άτομο για τον εαυτό του.

Οι διάφορες κοινωνικές, ψυχολογικές και βιολογικές μεταβολές που επιτελούνται μετά την ηλικία των 6 ετών οδηγούν τα παιδιά στην υιοθέτηση του "παιχνιδιού με κανόνες", το οποίο θα τα βοηθήσει να κατανοήσουν τη σημασία των ηθικών κανόνων και των κοινωνικών συμβάσεων καθώς και τη θέση τους στην κοινωνική ομάδα. Ως αποτέλεσμα η αντίληψη του εαυτού γίνεται περισσότερο πολυσύνθετη και ανάλογα και με τις οικογενειακές πρακτικές διαπαιδαγώγησης διαμορφώνεται αντίστοιχα και το επίπεδο της αυτοεκτίμησης.

Στην περίοδο της εφηβείας λόγω των ειδικών βιολογικών και κοινωνικών συνθηκών, εμφανίζονται διάφορα προβλήματα συμπεριφοράς, τα οποία όμως εξομαλύνονται συν τω χρόνω. Η δομή και το περιεχόμενο της έννοιας του εαυτού γίνονται περισσότερο λεπτομερή και ταυτόχρονα ενισχύεται περαιτέρω το επίπεδο της αυτοεκτίμησης. Τέλος εγκαθίστανται οι διάφορες επί μέρους ταυτότητες που συγκροτούν την προσωπικότητα του ατόμου, αν και το εξελικτικό επίπεδο στο οποίο θα φτάσει η κάθε μία ποικίλει. Οι επιμέρους αυτές ταυτότητες έχουν είτε ιδεολογικό είτε διαπροσωπικό περιεχόμενο με το επίπεδο ολοκλήρωσης της εθνικής ταυτότητας να παίζει σημαντικό ρόλο στην ολοκλήρωση του εαυτού.

Βιβλιογραφία

Berry, J.W. (1997). «Immigration, acculturation, and adaptation». Applied Psychology: An International Review, 46, pp. 5-35.

Burns, R. (1982). Self-concept development and education. London: Holt, Rinehart, & Winston.

Cole Μ. & Cole S, «Η Ανάπτυξη των παιδιών», Τυπωθήτω, Αθήνα 2002

Corsaro,W. Ομάδες και κουλτούρα της προεφηβείας. Στο: Woodhead M., Faulkner,D. &Littleton, K. (επιμ) Κατανόηση της κοινωνικής εξέλιξης (σσ 45-73). Πάτρα, ΕΑΠ

Erikson, E. (1950). Childhood and society. New York: Norton.

Erikson, E. (1968). Identity, youth, and crisis. New York: Norton.

Lerner, R.M. & Galambos, N.L. (1998). «Adolescent development: Challenges and opportunities for research, programs, and policies». Annual Review of Psychology, 49, pp. 413-446.

Marcia, J.E. (1966). «Development and validation of ego identity status». Journal of Personality and Social Psychology, 5, pp. 551-558.

Piaget, J. Piaget’s Theory στο Handbook of Child Psychology, Vol 1, New York : Willey, 1983

Νόβα – Καλτσούνη Χρ., Μπότσαρη – Μακρή Ευ., Τσιμπουκλή Α., Θέματα Εφηβείας, ΕΑΠ, 2002

Παρασκευόπουλος, Ι. (1985). Εξελικτική ψυχολογία (Τόμος 4). Αθήνα: Αυτοέκδοση.

ΣΥΝΟΠΤΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ ΤΟΥ ΣΑΪΤ

Αυτό το σάιτ χρησιμοποιεί Κώδικα Καταγραφής (ΚωΚ ή cookies) κυρίως για την προβολή διαφημίσεων από την Google - Μάθετε περισσότερα...