Αυτό το σάιτ χρησιμοποιεί Κώδικα Καταγραφής (ΚωK ή cookies)  κυρίως για προβολή διαφημίσεων της Google  - Μάθετε περισσότερα...

Επιμέλεια ιστοχώρου Διον.Κ.Παρούτσας


 
 

ΑρχικήΕπικοινωνία | Ταυτότητα | Πλοήγηση | Downloads

Ρώσικα Παραμύθια

σε εικονογράφηση του Ιβάν Μπιλίμπιν*


Τα δύο αδερφάκια | Η άσπρη πάπια | Το πουλί της φωτιάς | Το φτερό του σταυραϊτού | Μάρια Μόρεβνα | Η τσαρίνα - βατραχίνα


 

Το Φτερό το σταυραϊτού

Ζούσε κάποτε ένας πατέρας που 'χε τρεις κόρες. Η μεγάλη κι η μεσαία μόνο πώς θα στολιστούνε σκέφτονταν κι η μικρότερη έκανε το νοικοκυριό. Όλα τα κατάφερνε κι όλα χωρίς ψεγάδι.

Και όμορφη; Με τι λέξεις να την ιστορίσεις, με τι κοντύλι να τη ζωγραφίσεις!; Μάτια ζιμπελίνας, φρύδια κορακίνας και μια πυρόξανθη κοτσίδα - τέτοιαν ομορφιά δεν είδα! - για στολίδι και κορόνα, μακριά ίσαμε το γόνα!

Κάποια μέρα, ετοιμάστηκε ο πατέρας τους για το παζάρι, και ρωτά την κάθε μία τι θέλουν να τους πάρει.

Η μεγάλη αποκρίθηκε:

- Αγόρασε μου, πατερούλη, κόκκινο μετάξι να ράψω ένα φουστάνι.

Κι η δεύτερη παράγγειλε ουρανί μεταξωτό.

-Κι εσένα τι να σου πάρω, αγαπημένη μου κορούλα; ρώτησε τη μικρή.

Εκείνη σκέφτηκε λίγο και είπε:

-Αγόρασε μου, πατερούλη, το Φτερό του Σταυραϊτού.

Τις αποχαιρέτησε ο πατέρας τους, ανέβηκε στο κάρο και κίνησε για την πόλη. Αγόρασε ό,τι του γύρεψαν οι μεγαλύτερες κόρες του, μα όσο κι αν έψαξε, πουθενά, μα πουθενά δε βρήκε το Φτερό του Σταυραϊτού, να το πάρει για τη μικρότερη. Γύρισε σπίτι, έδωσε τα δώρα του στις μεγαλύτερες, λέγοντας:

-Σας έφερα ό,τι μου ζητήσατε, αγαπημένες μου κορούλες. Για σένα, όμως, μικρή μου θυγατέρα, δε βρήκα το Φτερό του Σταυραϊτού.

-Δεν πειράζει, αποκρίθηκε εκείνη. Την άλλη φορά μπορεί να 'μαι πιο τυχερή.

Οι μεγαλύτερες αδερφές ράψανε τα φουστάνια τους κι άρχισαν να περιγελούν τη μικρότερη, μα εκείνη δεν έβγαζε μιλιά.

Και πάλι ετοιμάζεται ο πατέρας για το παζάρι να πάει και ρωτάει:

-Το λοιπόν, τι να σας φέρω απ' το παζάρι θυγατέρες μου;

Οι δυο μεγαλύτερες ζήτησαν να τους αγοράσει από ένα μεταξωτό σάλι, ενώ η μικρότερη είπε:

-Αγόρασε μου, πατερούλη, το Φτερό του Σταυραϊτού!

Ανέβηκε στο κάρο ο πατέρας τους και τράβηξε για την πόλη. Αγόρασε για την καθεμιά απ' τις άλλες ένα σάλι, μα πουθενά δεν είδε το Φτερό του Σταυραϊτού.

-Κρίμα, κορούλα μου, πάλι δεν βρήκα το δώρο που μου γύρεψες.

-Δεν πειράζει, πατερούλη, την άλλη φορά θα 'μαι πιο τυχερή.

Να, λοιπόν, που ξεκινά ο πατέρας τους ξανά για την πόλη, και τις ρωτάει.

-Πέστε μου, κορούλες μου, τι να σας αγοράσω;

-Να μας πάρεις σκουλαρίκια! είπαν οι μεγαλύτερες.

Η μικρότερη και πάλι το δικό της:

-Να μου πάρεις, πατερούλη, το Φτερό του Σταυραϊτού.

Έφτασε στο παζάρι ο πατέρας τους, αγόρασε τα χρυσά σκουλαρίκια κι άρχισε να ψάχνει για το Φτερό του Σταυραϊτού. Έψαξε, έψαξε, μα πουθενά κανείς δεν είχε δει τέτοιο πράμα. Κίνησε πικραμένος για το σπίτι, μα, να, έξω από την πόλη είδε ένα γέροντα που κρατούσε μια κασετίνα σκαλισμένη.

-Τι έχεις εκεί μέσα, γέροντα;

-Το Φτερό του Σταυραϊτού.

-Και τι ζητάς γι' αυτό;

-Δώσε χίλια ρούβλια!

Πλήρωσε ο πατέρας, το πήρε και κίνησε για το σπίτι. Φτάνει εκεί, τον υποδέχονται οι κόρες του, δίνει στις μεγάλες τα χρυσά σκουλαρίκια και λέει στη μικρή:

-Ε, λοιπόν, αγαπημένη μου κορούλα, βρήκα το δώρο σου, επιτέλους - ορίστε!

Η μικρότερη δεν ήξερε τι να κάνει από τη χαρά της. Πήρε την κασετίνα κι άρχισε να τη χαϊδεύει, να τη φιλάει και να την κανακεύει και να τη σφίγγει στο στήθος της.

Σαν αποφάγανε, πήγε καθένας τους να κοιμηθεί, πήγε κι η μικρότερη στο δωμάτιο της, άνοιξε την κασετίνα, πήρε το φτερό και το πέταξε στο πάτωμα λέγοντας:

-Φανερώσου μπροστά μου, Σταυραϊτέ μου, αρραβωνιαστικέ μου, ποθητέ μου!

Και ξαφνικά, φανερώνεται μπροστά της ο Λεβεντονιός ο Σταυραϊτός. Στην αρχή τρόμαξε η κοπελιά, μα τόσο όμορφα της μίλησε, που χάρηκε η καρδιά της και ξεθάρρεψε. Κι άρχισαν να μιλάνε και να λένε το 'να, τ' άλλο, μα άκουσαν οι αδερφές της από δίπλα. Χτύπησαν την πόρτα της και ρώτησαν:

-Τι τρέχει με σένα, αδερφή μας, και με ποιον μιλάς;

-Μπα, τίποτα, μονάχη μου μιλάω! αποκρίθηκε η όμορφη κοπελιά.

-Ε, τότε, άνοιξε μας!

Έκανε μια τούμπα το παλικάρι και ξανάγινε φτερό. Το 'βαλε η μικρή στην κασετίνα κι ά-Ινοιξε την πόρτα. Κοίταξαν εδώ, κοίταξαν εκεί οι αδερφές της, μα δεν είδαν κανέναν.

Όταν φύγανε, ξαναφανερώθηκε το παλικάρι. Σαν άρχισε να χαράζει, η κοπελιά άνοιξε το παράθυρο. Ο Λεβεντονιός ο Σταυραϊτός τη φίλησε και της είπε:

-Κάθε νύχτα, μόλις με φωνάζεις, θα πετάω σε σένα αγαπημένη μου, καλή μου! Κι αν κάτι ποθείς πάρε το φτερό, έβγα στον εξώστη, φτερούγισε το στα δεξιά σου κι ό,τι ποθείς θα το 'χεις. Ύστερα φτέρωσε το αριστερά σου κι όλα θα χαθούν μεμιάς σα να μην ήταν.

Τη φίλησε άλλη μια φορά, μεταμορφώθηκε σε Σταυραϊτό και πέταξε προς το σκοτεινό δάσος. Το κορίτσι κοίταξε για λίγο το κατόπι του, ύστερα έκλεισε το παράθυρο κι έπεσε να κοιμηθεί.

Από τότε, κάθε βράδυ πετούσε κοντά της ο Λεβεντονιός ο Σταυραϊτός.

Έτσι, έφτασε και η Κυριακή. Οι αδερφές της άρχισαν να στολίζονται για την εκκλησιά. Φόρεσαν τα καινούργια μεταξωτά τους φορέματα, κι η κάθε μια το σάλι της και τα χρυσά της σκουλαρίκια και περιγελούσαν τη μικρότερη:

- Τι θα φορέσεις του λόγου σου, που τίποτα καινούργιο δεν έχεις; Κάθισε, το λοιπόν, στο σπίτι με το φτερό σου!

-Δεν πειράζει... Καλά είμαι και στο σπίτι, αποκρίθηκε εκείνη.

Έφυγαν οι μεγάλες αδερφές, η μικρότερη έκατσε στο παραθυράκι, με το παλιό της φόρεμα και κοίταζε τον κόσμο που περνούσε.

Ύστερα, χωρίς να χάσει καιρό, άνοιξε την κασετίνα, βγήκε στον εξώστη, δεν είδε κανέναν, φτερούγισε το πολύχρωμο φτερό στα δεξιά της, και - ποιος ξέρει από πού και πώς! - να σου μπροστά της μια κρυστάλλινη άμαξα, με περήφανα άτια, και φορέματα χρυσοκεντημένα, και τζουβαέρια, όλα με πολύτιμα αστραφτερά πετράδια, κι ένας αυλικός στα χρυσά.

Ντύθηκε στο λεπτό η πανέμορφη κοπελιά, μπήκε στην άμαξα κι έφτασε στην εκκλησιά. Βλέπει ο κόσμος την ομορφιά της και θαυμάζει: «Θα 'ναι καμιά βασίλισσα-τσαρίνα που 'ρθε από κάποιο απ' τα τριάντα ρηγάτα!»

Δεν τέλειωσε καλά-καλά η λειτουργία, βγήκε γρήγορα από την εκκλησία, ανέβηκε στην άμαξα και δρόμο! Βάλθηκαν όλοι να δούνε κατά πού πήγαινε, να την ακολουθήσουν, μα - από δω πάν' κι άλλοι!

Έφτασε η κοπελιά στο σπίτι, φόρεσε το παλιό της φόρεμα, βγήκε στον εξώστη, κούνησε το φτερό στα αριστερά της και χάθηκε απ' τα μάτια της ο αυλικός, κι εξαφανίστηκε η άμαξα. Κι έκατσε στο παραθύρι, λες και τίποτε δεν έτρεξε, και βάλθηκε να κοιτάζει τον κόσμο που γύρναγε απ' την εκκλησιά. Ώσπου φτάνουν κι οι αδερφές της.

-Λοιπόν, αδερφή μας - της είπανε - πού να 'βλεπες μια πανέμορφη στην εκκλησιά! Καμιά τσαρίνα θα 'τανε που 'ρθε από τα μέρη της. Και τι να σου λέμε, για πλούτο και χρυσαφικά!

Κι εσύ, στο σπίτι κλεισμένη, τίποτα δεν είδες!

-Δεν πειράζει αδερφούλες μου, έτσι ωραία που τα 'πάτε σα να 'μουνα εκεί!

Και την άλλη Κυριακή τα ίδια, και την παράλλη. Η κοπελιά έπαιζε το κρυφτούλι με τον κόσμο, τον πατέρα της και τις αδερφάδες της. Να, όμως, που πάνω στη βιασύνη της, την τρίτη Κυριακή, λησμονάει στα μαλλιά της μια διαμαντένια καρφίτσα.

Γυρνάνε οι αδερφές της απ' την εκκλησιά, αρχίζουν πάλι να της λένε για την όμορφη τσαρίνα, μα βλέπουν στα μαλλιά της την καρφίτσα κι απορούνε.

-Αχ, αδερφούλα! Τι τρέχει με σένα; Ίδια, ολόιδια καρφίτσα είχε στα μαλλιά της η πανέμορφη τσαρίνα! Πού τη βρήκες ελόγου σου;

Η αδερφή τους κάτι είπε, κάτι δικαιολογήθηκε κι έτρεξε στο δωμάτιο της να βγάλει την καρφίτσα, μα το κακό είχε γίνει και δεν ξεγίνεται. Ρώτησαν οι άλλες το 'να, ρώτησαν τ' άλλο, μ' άκρη δεν έβρισκαν - η μικρή σώπαινε και κρυφογελούσε.

Οι αδερφές της βάλθηκαν να την παρακολουθούν. Κρυφάκουγαν από τον εξώστη τις νύχτες και κάποια φορά την άκουσαν να μιλάει με τον Σταυραϊτό τον Λεβεντονιό. Έτρεξαν να το μαρτυρήσουν στον πατέρα τους.

Τρέξε, πατέρα! Κάποιος έρχεται τα βράδια στην αδερφή μας, κι αν θες να ξέρεις, τώρα, είναι μέσα και τα λένε!

Σηκώθηκε αμέσως εκείνος, μπήκε στην κάμαρη της μικρής του κόρης μα το παλικάρι είχε κάνει φτερά και το... φτερό ήταν κιόλας κλεισμένο στην κασετίνα.

- Αχ, αχ, κακόγλωσσες! μουρμούρισε ο πατέρας τους. Αντί να παρακολουθείτε την αδερφή σας, καλύτερα κοιτάξτε τα δικά σας τα καμώματα!

Δεν το 'βαλαν κάτω εκείνες, στήσανε καραούλι, και, να, βλέπουν μια μέρα τον Σταυραϊτό να μπαίνει απ' το παράθυρο. Και τι πονηριά σκέφτηκαν τότε: κατέβηκαν μια μέρα στην αυλή, βάλανε μια σκάλα και μπήξανε στην κορνίζα του παράθυρου κοφτερά μαχαίρια και βελόνες.

Ξανάρθε τη νύχτα ο Λεβεντονιός ο Σταυραϊτός, δοκίμασε, ξαναδοκίμασε μα δε μπόρεσε να μπει στο δωμάτιο. Μόνο που λαβώθηκε και τα αίματα τρέχανε από πάνω του. Κι η κοπελιά κοιμότανε και δεν άκουσε τίποτα.

- Φεύγω, γεια σου, καλή μου! της φώναξε ο Σταυραϊτός. Σαν θέλεις να με ξαναβρείς, τριάντα χώρες θα διαβείς! Κι όσο να με συναντήσεις, τρία ζευγάρια σιδερένια ποδήματα θα τρυπήσεις, θα λιώσεις τρία σιδερένια ραβδιά, θα ροκανίσεις τρία πέτρινα ψωμιά.

Κι ήταν σα ν' άκουσε, λέει, η κοπελιά στον ύπνο της τούτα τα πικρά τα λόγια κι έκανε να σηκωθεί μα δεν μπόρεσε.

Όταν ξημέρωσε και βγήκε ο ήλιος, κοιτάζει εδώ, κοιτάζει εκεί η πανέμορφη κοπελιά, μα ο Λεβεντονιός ο Σταυραϊτός πουθενά! Λες και δεν ήταν ποτές! Κοιτάζει το παράθυρο, βλέπει κοντά-κοντά τα κοφτερά μαχαίρια μπηγμένα και τις βελόνες να σταλάζουν αίμα. Χτύπησε τα χέρια της απ' την απελπισία της:

- Αχ, αχ, οι αδερφές μου θέλανε το χαμό του αγαπημένου της καρδιάς μου!

Εκλαψε πικρά κι όλο περίμενε στο παραθύρι της, περίμενε του κάκου, το φτερό φτερούγισε πάλι και πάλι, μα μήτε ο καλός της φάνηκε, μήτε άμαξα με αυλικό.

Έκλαψε όσο έκλαψε και τέλος, σαν είδε κι απόειδε, με δάκρυα στα μάτια, πήγε στον πατέρα της και τον θερμοπαρακαλούσε και του έλεγε:

Ασε με, πατερούλη, να φύγω, να πάρω δρόμους μακρινούς, κι αν θα ζήσω ή θα χαθώ, ό,τι είναι από τη μοίρα μου γραφτό!

Πικράθηκε ο πατέρας της, μα την άφησε να φύγει.

Παράγγειλε εκείνη να της φτιάξουν τρία ζευγάρια σιδερένια ποδήματα, τρία σιδερένια ραβδιά, τρία πέτρινα ψωμιά.

Φόρεσε το 'να ζευγάρι τα ποδήματα, πήρε στο χέρι το 'να το ραβδί, έβαλε στο ταγάρι όλα τ' άλλα και κίνησε κατά κει απ' όπου ερχότανε κοντά της ο Σταυραϊτός.

Και πήγε και πήγε, από δάση πυκνά και σκοτεινά, κι έρημους με άμμο, και ψηλά βουνά, και γοργά ποτάμια.

Πόσος καιρός να πέρασε - λίγος, πολύς, ποιος ξέρει; Το δάσος κατασκότεινο, οι βουνοκορφές στα ουράνια.

Τρύπησαν τα σιδερένια της ποδήματα, έλιωσε το σιδερένιο ραβδί, φαγώθηκε το πέτρινο ψωμί! Βγαίνει σ' ένα ξέφωτο και, να σου, ξαφνικά, βλέπει μια καλύβα που στηριζότανε σε πόδια κότας κι όλο στριφογύριζε.

Κι είπε η κοπελιά:

- Καλύβι, καλυβάκι μου, γύρισε τη θύρα σε με την κακομοίρα. Να μπω να ξαποστάσω ψωμάκι να χορτάσω!

Το 'πε κι αμέσως γύρισε προς το μέρος της η καλύβα. Μπαίνει η πανέμορφη κοπελιά και βλέπει μέσα τη Λάμια του Δάσους ξαπλωμένη, στεγνή και κοκαλιάρα, με χείλια σαν καφτάνι και μύτη ως το ταβάνι!

-Πουφ, πουφ! έκανε η γριά Λάμια! Ίσαμε τώρα, δεν είχε φανεί ρούσικη ανάσα από τούτα τα μέρη, να δούμε δεν είδαμε, ν' ακούσουμε δεν ακούσαμε, και να τη, τώρα, η ρούσικη ψυχή τον κόσμο να γυρνά, στην μύτη μου περνά! Για πού, όμορφη κόρη; Μήνα το θάρρος σου δαμάζεις, μην' απ' τη δουλειά το σκάζεις;

-Είχα, κυρούλα, έναν αρραβωνιαστικό, τον Λεβεντονιό τον Σταυραϊτό με τα πολύχρωμα φτερά, μα οι αδερφές μου του κάνανε κακό. Και, να, τώρα, ψάχνω να τον βρω.

Έφυγε μακριά σου, κόρη μου! Ο Λεβεντονιός ο Σταυραϊτός με τα πολύχρωμα φτερά ζει στη γαλάζια θάλασσα, στο τριακοστό ρηγάτο, την τριακοστή τη χώρα και θέλουνε με προξενιό να τον παντρέψουν τώρα. Μα εγώ θα σε συντρέξω.

Της έβαλε να φάει να χορτάσει να πιει να ξεδιψάσει, να κοιμηθεί να ξαποστάσει και το πρωί, μόλις άρχιζε να σκάει το φως, της έδωκε ένα χρυσό αδράχτι και ρόκα ασημένια και της είπε:

-Πήγαινε, τώρα, στη δεύτερη αδερφή μου να σ' ορμηνέψει τι να κάνεις. Και να τα δώρα μου, ασημένια ρόκα και χρυσό αδράχτι, που λινάρι να βάνεις, χρυσή κλωστή θα υφάνεις! Και σαν φτάσεις στη γαλάζια θάλασσα, στο τριακοστό ρηγάτο, θα δεις να βγαίνει η προξενεμένη του Σταυραϊτού περίπατο στην ακρογιαλιά, και την κουβέντα θα σου πιάσει, τ' αδράχτι και τη ρόκα θα ποθήσει ν' αποκτήσει, μα ελόγου σου, όμορφη κοπελιά αντί παράδες θα της πεις, πως τον Λεβεντονιό τον Σταϋραϊτό θέλεις να σ' αφήσει μια φορά να δεις.

Ύστερα η γριά η Λάμια πήρε ένα κουβάρι νήμα, του 'δωσε μια και κύλισε στη ρούγα και είπε πάλι στην κοπελιά:

Όπου κυλάει, θα σε πάει!

Η κοπελιά ευχαρίστησε τη Λάμια και πήρε το κατόπι το κουβάρι που κυλούσε. Ξαναμπαίνει στο σκοτεινό το δάσος κι όλο μακριά, μακρύτερα, όλο πιο σκοτεινό και πιο πυκνό και οι βουνοκορφές να φτάνουν ως τον ουρανό! Πάει και το δεύτερο ζευγάρι τα σιδεροπάπουτσα, και το δεύτερο σιδερένιο ραβδί, και το πέτρινο ψωμί. Σταματάει το κουβάρι στο ξέφωτο, μπροστά σε μια καλύβα που στεκότανε σε πόδια κότας κι όλο στριφογύριζε. Μιλάει η κοπελιά και λέει:

-Καλύβι, καλυβάκι μου, γύρισε τη θύρα σε με την κακομοίρα. Να μπω να ξαποστάσω ψωμάκι να χορτάσω.

Μόλις το 'πε, γύρισε προς το μέρος της η καλύβα.

Μπαίνει μέσα η κοπελιά και βλέπει τη δεύτερη αδερφή, τη Λάμια, ξαπλωμένη, στεγνή και κοκαλιάρα, με χείλια σαν καφτάνι και μύτη ως το ταβάνι.

-Πουφ, πουφ! έκανε κι αυτή σαν την άλλη. Ίσαμε τώρα δε φάνηκε ρούσικη ανάσα από τούτα τα μέρη, να δούμε δεν είδαμε, ν' ακούσουμε δεν ακούσαμε και να τη τώρα η ρούσικη ψυχή τον κόσμο γυρνά, στη μύτη μου περνά. Για πού όμορφη κόρη; Μην' το θάρρος σου δαμάζεις, μην' απ' τη δουλειά το σκάζεις;

-Είχα, κυρούλα, έναν αρραβωνιαστικό, τον Λεβεντονιό τον Σταυραϊτό, μα οι αδερφές μου του κάνανε κακό και τώρα ψάχνω να τον βρω.

-Ωχ, κόρη μου, κορούλα μου, ο νους σου πού πορεύεται, ο Σταυραϊτός σου σήμερα παντρεύεται! Μα εγώ θα σε συντρέξω.

Την έβαλε να φάει να χορτάσει, να πιει να ξεδιψάσει, να κοιμηθεί να ξαποστάσει και μόλις έσκασε το πρώτο φως της χάρισε ένα ασημένιο πιατάκι κι ένα χρυσό αυγό και της είπε:

-Πήγαινε, τώρα, στη μεγάλη μας αδερφή, που πιο καλά θα σ' ορμηνέψει. Να και το δικό

μου δώρο, ασημένιο πιατάκι και χρυσό αυγό. Σαν θα φτάσεις στη γαλάζια θάλασσα, στο τριακοστό ρηγάτο, θα δεις να βγαίνει πριγκίπισσα που παίρνει τον Λεβεντονιό τον Σταυραϊτό βόλτα στην παραλία, κι εσύ θα βάλεις το αυγό στο πιάτο που μόνο του θα στριφογυρνά και θα χορεύει. Εκείνη θα ποθήσει να τ' αγοράσει μα θα πεις πως δεν το πουλάς, παρά αντάλλαγμα το δίνεις για ν' ανταμώσεις με τον Σταυραϊτό.

Ευχαρίστησε η όμορφη κοπελιά τη Λάμια και κίνησε πάλι πίσω απ' το κουβάρι, που κυλάει και πάει και πάει... Και μπαίνει στο πυκνό το δάσος, όλο και πιο σκοτεινό κι οι βουνοκορφές να φτάνουν ως τον ουρανό. Τρύπησε και το τρίτο ζευγάρι τα σιδεροπάπουτσα, πάει και το τρίτο σιδερένιο ραβδί, φαγώθηκε και το τρίτο πέτρινο ψωμί, και τέλος το κουβάρι στρίβει μπροστά σε μια καλύβα σε πόδια κότας στηριγμένη κι όλο να γυροφέρνει. Παρακαλάει η κοπελιά και λέει:

-Καλύβι, καλυβάκι μου, γύρισε τη θύρα σε με την κακομοίρα. Να μπω να ξαποστάσω ψωμάκι να χορτάσω.

Άκουσε η καλύβα τα παρακάλια, γυρνά με τον τοίχο στο δάσος, με τη θύρα στην κοπελιά. Μπαίνει και ανταμώνει τη Λάμια, την πιο μεγάλη αδερφή και πιο γριά απ' τις άλλες, στεγνή και κοκαλιάρα, με χείλια σαν καφτάνι και μύτη ως το ταβάνι.

-Πουφ, πουφ! έκανε και η τρίτη, όμοια με τις άλλες. Ίσαμε τώρα δεν νιώσαμε ρούσικη ανάσα στα μέρη μας, να δούμε δεν είδαμε, ν' ακούσουμε δεν ακούσαμε και νάτη, τώρα, η ρούσικη ψυχή στον κόσμο γυρνά, στη μύτη μας περνά! Για πού όμορφη κόρη; Μήνα το θάρρος σου δοκιμάζεις, μην' απ' τη δουλειά το σκάζεις;

Αποκρίθηκε πάλι η όμορφη κοπελιά:

-Είχα, κυρούλα, έναν αρραβωνιαστικό, τον Λεβεντονιό τον Σταυραϊτό, μα οι αδερφές μου του κάνανε κακό, και πέταξε μακριά, σε θάλασσα πλατιά, σε ψηλές βουνοκορφές, σε χώρες μακρινές, πήρε τη στράτα γι' απόμακρα ρηγάτα, κι εγώ χωρίς ν' αργώ κίνησα για να τον βρω.

-Αχ, όμορφη μικρή, σου 'χω είδηση πικρή! Παντρεύτηκε ο καλός σου, ο Σταυραϊτός σου!

Μα εγώ θα σε συντρέξω.

Την κέρασε να πιει, της έδωκε φαγί, την έβαλε να κοιμηθεί να ξαποστάσει και πριν ο ήλιος σκάσει την ξύπνησε, της έδωσε ένα ασημένιο τελάρο και μια χρυσή βελόνα και της είπε:

-Κόρη μου, πήγαινε, τώρα, και πάρε αυτά τα δώρα, το τελάρο το ασημένιο, το βελόνι το χρυσαφένιο. Εσύ μόνο που θα κρατάς το τελάρο και η βελόνα μόνη της θα τρέχει, θα κεντάει.

Σαν φτάσεις στη γαλάζια θάλασσα θα δεις να βγαίνει η πριγκίπισσα, η γυναίκα του Λεβεντονιού του Σταυραϊτού, στην παραλία περίπατο και θα ποθήσει ν' αγοράσει τα δώρα που σου 'δωσα. Μα εσύ για τίποτα δε θα τα δώκεις, μόνο θα παρακαλέσεις να δεις μια φορά τον Σταυραϊτό.

Έκλαψε η κοπελιά σαν έμαθε τα μαντάτα, ύστερα ευχαρίστησε τη γριά και ακολούθησε πάλι το κουβάρι που 'χε το δρόμο του πάρει.

Κι όλο αραίωνε κι αραίωνε το δάσος, ώσπου βλέπει και τη γαλάζια χαρούμενη θάλασσα κι εκεί κάτω σα φωτιά ν' αστράφτουν οι χρυσοί τρούλοι των παλατιών.

«Εδώ θα 'ναι, φαίνεται, το ρηγάτο του καλού μου, του Σταυραϊτού μου», σκέφτηκε η κοπελιά, κάθισε στην ζεστή άμμο, έβγαλε τη ρόκα της κι άρχισε μόνο του τ' αδράχτι να γυρνά, χρυσή κλωστή να γνέθει. Θαύμασαν όλοι σαν την είδαν.

Ξαφνικά, βλέπει να 'ρχεται και η γυναίκα του Σταυραϊτού με της αυλής τις κυράδες και τις νταντάδες, στάθηκε μπροστά της κι άρχισε να παζαρεύει πόσα θέλει για την ασημένια ρόκα και το χρυσό τ' αδράχτι.

-Άσε με μόνο να κοιτάξω τον Λεβεντονιό τον Σταυραϊτό και χάρισμα θα στα δώσω, αποκρίθηκε η κοπελιά.

Θύμωσε, ξεθύμωσε η πριγκίπισσα, μα στο τέλος συμφώνησε:

-Δώσ' μου την ασημένια ρόκα, το χρυσό τ' αδράχτι και θα γίνει αυτό που ζητάς. Τη νύχτα που θα κοιμάται ο Σταυραϊτός, θα σε βάλω στην κάμαρη του.

Έτσι κι έγινε. Σαν έπεσε η νύχτα, η πριγκίπισσα, ξεγέλασε τον Σταυραϊτό και του 'βαλε στο ποτό του υπνοβότανο, για να κοιμηθεί βαριά, τόσο που να μην μπορεί να ξυπνήσει ό,τι και να γίνει. Ύστερα, πρόσταξε τις αυλικές της να καλέσουν την κοπελιά στο παλάτι και να την πάνε στο δωμάτιο του άντρα της.

Κι έκλαψε όλο παράπονο η κοπελιά πάνω από τον καλό της που κοιμόταν.

-Ξύπνα, σήκω, Σταυραϊτέ μου και καλέ μου! Τρία ζευγάρια ποδήματα σιδερένια τρύπησα, τρία ραβδιά σιδερένια έλιωσα, τρία ψωμιά από πέτρα χόρτασα για να σε βρω, να 'ρθω κοντά σου, εγώ η αρραβωνιαστικιά σου!

Μα ο Σταυραϊτός κοιμότανε βαριά και με τίποτα δεν ξύπναγε.

Την αυγή έδιωξε η πριγκίπισσα την κοπελιά, μα σαν ξύπνησε το παλικάρι ο Σταυραϊτός της είπε:

-Ποπό, πόσο κοιμήθηκα! Και θαρρώ πως κάποιος ήταν στο δωμάτιο, έκλαιγε και μοιρολογούσε, μα δεν μπορούσα ν' ανοίξω τα μάτια. Τόσο βαριά τα βλέφαρα μου!

-Μπα, στ' όνειρο σου θα το 'δες, εδώ κανείς δεν μπήκε, αποκρίθηκε εκείνη.

Την άλλη μέρα, πάλι κάθεται στην ακρογιαλιά η κοπελιά, με τ' ασημένιο πιάτο και τ' αυγό να γυρίζει, να χορεύει μόνο του μέσα.

Βγήκε κι η πριγκίπισσα περίπατο, βλέπει τ' αυγό να χορεύει μόνο του στ' ασημένιο πιάτο και θέλει να το αποκτήσει: πούλησε το μου και πούλησε το μου!

Άσε με μόνο ν' ανταμώσω τον Λεβεντονιό τον Σταυραϊτό και χάρισμα θα σου το δώσω!, αποκρίθηκε εκείνη.

Συμφώνησε η πριγκίπισσα κι έριξε πάλι υπνοβότανο στο πιοτί. του Σταυραϊτού για να κοιμάται και να μην νιώθει. Έκλαψε ξανά η όμορφη κοπελιά στο προσκεφάλι του καλού της, μα δεν μπόρεσε να τον ξυπνήσει:

-Ξύπνα Σταυραϊτέ μου και καλέ μου! Τρία ζευγάρια σιδερένια ποδήματα τρύπησα, τρία ραβδιά σιδερένια έλιωσα, τρία ψωμιά από πέτρα χώνεψα για να σε βρω να 'ρθω κοντά σου, εγώ η αρραβωνιαστικιά σου!

Μα ο Σταυραϊτός κοιμότανε βαριά-βαριά. Έτσι, πέρασε κι αυτή η νύχτα. Το ξημέρωμα, έδιωξε την κοπελιά η πριγκίπισσα, μα σαν ξύπνησε ο Λεβεντονιός ο Σταυραϊτός της είπε:

-Ποπό, βαριά που κοιμήθηκα! Και θαρρώ πως κάποιος ήταν στο δωμάτιο κι έκλαιγε και μοιρολόγαε, μα δεν μπορούσα να ξυπνήσω. Τόσο βαριά τα βλέφαρα μου!

-Μπα, στ' όνειρο σου θα το 'δες, εδώ κανείς δεν μπήκε, αποκρίθηκε εκείνη.

Την τρίτη μέρα, πικραμένη, πονεμένη, κάθεται η κοπελιά στην ακρογιαλιά, το χρυσό τελάρο στα χέρια της κρατάει και τ' ασημένιο το βελόνι μόνο του κεντάει. Κόσμος και κοσμάκης κοιτάζει και θαυμάζει, βλέπει κι η πριγκίπισσα και πλησιάζει. Κι αρχίζει το παζάρι, το τελάρο και το βελόνι να πάρει.

Άσε με! μόνο να κοιτάξω τον Λεβεντονιό τον Σταυραϊτό και χάρισμα θα σου το δώσω. Ήταν και πάλι η απόκριση της.

Συμφώνησε πάλι η πριγκίπισσα, πήγε στο παλάτι, πότισε τον Σταυραϊτό υπνοβότανο κι όταν τον είδε να κοιμάται βαριά, έστειλε τις δούλες της να φέρουν την κοπέλα και να την πάνε στην κάμαρη του.

Πήγε εκείνη, παραπονέθηκε στον καλό της, τον κανάκευε, τον φιλούσε κι έκλαιγε με πι-ΪΚρό δάκρυ. Μα εκείνος πάλι δεν ξυπνούσε.

-Ξύπνα, σήκω, Σταυραϊτέ μου και καλέ μου! Τρία ζευγάρια σιδερένια ποδήματα τρύπησα, τρία σιδερένια ραβδιά έλιωσα, τρία πέτρινα ψωμιά χώνεψα για να σε βρω, να 'ρθω κοντά σου, εγώ η αρραβωνιαστικιά σου!

Έκλαψε, παραπονέθηκε, μοιρολόγησε και ξαφνικά πέφτει ένα καυτό δάκρυ στο μάγουλο του Λεβεντονιού. Έγινε το θάμα, ξύπνησε στη στιγμή ο Σταυραϊτός. Είδε την κοπελιά και τόσο χάρηκε που δεν περιγράφεται.

Του είπε εκείνη όλα όσα πέρασε. Πώς φερθήκανε οι αδερφές της, πώς παιδεύτηκε για να τον βρει και πώς παζάρεψε με την πριγκίπισσα.

Την αγάπησε πιο πολύ σαν τα 'μαθέ όλα, τη φίλησε στα γλυκά της χείλια και κάλεσε συμβούλιο, πρίγκιπες και βογιάρους κι όλους τους μεγάλους και τους ρώτησε:

-Πώς κρίνετε ελόγου σας, με ποια γυναίκα να ζήσω τη ζωή μου; Μ' εκείνη που με πούλησε ή με κείνη που μ' εξαγόρασε; Μήπως μ' αυτή που πέρασε για να με βρει δάση σκοτεινά, και ψηλά βουνά, ποτάμια γοργά, ή μ' εκείνη που για μερικά δωράκια μ' απαρνήθηκε;

Σκέφτηκαν, σκέφτηκαν όλοι, πρίγκιπες και βογιάροι και μ' ένα στόμα τ' αποφάσισαν: να μείνει με τη γυναίκα που τον ξαγόρασε.

Αυτό κι έκανε ο Λεβεντονιός ο Σταυραϊτός, που 'χε πολύχρωμα φτερά.

Σάλπιγγες σαλπίσανε, τα κανόνια ρίξανε, τα τραπέζια στρώσανε και τους στεφανώσανε. Και ζήσαν και γεράσανε κι όλοι ωραία περάσανε.


 

 

 

 

 

 

Ήταν ένας βασιλιάς,

βασιλιάς χοντρομπαλάς,

στην αυλή του είχε παλούκι

για να κάθονται κούκοι.

 

Τώρα ποιος το παραμύθι

- το κουκί και το ρεβίθι -

θα μπορέσει να μας πει

μια φορά απ' την αρχή;

 


* Ο ρώσος χαράκτης Ιβάν Γιάκοβλεβιτς Μπιλίμπιν (1876-1942) διέπρεψε στην εικονογράφηση βιβλίων και στη σκηνογραφία. Έχει δημιουργήσει δική του χαρακτηριστική τεχνοτροπία στην εικονογράφηση βιβλίων, που βασίζεται στο λεπτότατο στυλιζάρισμα των στοιχείων της λαϊκής και της μεσαιωνικής ρωσικής τέχνης (χρωμολιθογραφία, κέντημα, ξυλογραφία, μικρογραφία κλπ.). Τα έργα του, που διακρίνονται για την αυστηρή γραμμή, την επίπεδη φόρμα και τη διακοσμητική τους υφή, βρίσκονται πολύ κοντά στη μοντέρνα ζωγραφική. Η εικονογράφηση από τον Ι.Β. Μπιλίμπιν διαφόρων ρώσικων παραμυθιών και θρύλων ζωντανεύει το θαυμαστό κόσμο τον ρωσικού φολκλόρ.

Η μετάφραση και διασκευή αυτού του παραμυθιού έχει γίνει από τον Δημήτρη Ραβάνη-Ρεντή από τις εκδόσεις "Σύγχρονη Εποχή" στα μέσα της δεκαετίας του '80. Τα παραμύθια τα εντόπισα στη βιβλιοθήκη ενός μικρού ορεινού σχολείου το οποίο έχει πάψει να λειτουργεί εδώ και είκοσι χρόνια. Θεωρώ ότι είναι ένα πρώτης τάξεως ανάγνωσμα για τα παιδιά κάθε ηλικίας και θα μπορούσε να αποτελέσει αφορμή για την ανάπτυξη ενός πολύ ενδιαφέροντος πρότζεκτ.


ΣΥΝΟΠΤΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ ΤΟΥ ΣΑΪΤ

 Καθημερινή Διδακτική
[Η λειτουργία του Μονοθέσιου Σχολείου] [Η διδακτική των μαθημάτων στα ολιγοθέσια σχολεία] [Κατανομή του χρόνου στα ολιγοθέσια και μονοθέσια σχολεία] [Προγραμματισμός ευέλικτης ζώνης και ένταξη στο πρόγραμμα] [Η διατήρηση της Πειθαρχίας στην τάξη] [Υπολογισμός κανονικής προϋπηρεσίας] [Πρόγραμμα υπολογισμού προϋπηρεσίας ωρομισθίων] [Πρόγραμμα υπολογισμού κατανάλωσης υγρών καυσίμων]
 Αυτόνομες Ενότητες
[Πελοποννησιακός Πόλεμος:  Βραβευμένο Παιχνίδι] [Τουριστικός Οδηγός Ευρυτανίας] [Ναρκωτικά: Πρόληψη και αντιμετώπιση] [Αρχές Γλωσσολογίας] [Οι ελληνικοί παραδοσιακοί χοροί] [Ο ρόλος της οικογένειας στην ανάπτυξη του παιδιού] [Πρώτες Βοήθειες] [Σχέδια Μαθημάτων για την προαγωγή της προστασίας των παιδιών] [Υπολογισμός Μορίων: Ποια σχολή να διαλέξω;] [Υπολογισμός Αναγνωσιμότητας Κειμένων]
 Επιστημονικά   Θέματα
[Διδασκαλία της Ελληνικής γλώσσας] [Διδακτική της Γλώσσας] [Πειράματα και διευκρινήσεις στα Φυσικά] [Διδακτική της Ιστορίας] [Οδηγίες για τη διδασκαλία της έκθεσης] [Οδηγός για τη σύνταξη ενός βασικού δοκιμίου] [Διδακτική των Φυσικών Επιστημών] [Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης] [Γίνετε ποιητές: Στοιχεία στιχουργικής] [Υπολογιστής Αναγνωσιμότητας Κειμένων[Συγκριτική Παιδαγωγική ] [Μια έρευνα πάνω στη γνωστική ανάπτυξη] [Ψυχολογία] [Ειδική Αγωγή] [Στασιμότητα και απόρριψη του μαθητή στο Δημοτικό Σχολείο] [Αλλαγές στην ταυτότητα του παιδιού και του εφήβου] [Εκπαίδευση και γνωστικές αλλαγές στη Μέση Παιδική Ηλικία] [Γενετικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες στη γλωσσική ανάπτυξη] [Η υποχρεωτικότητα φοίτησης στο Νηπιαγωγείο ] [Διαφορές συμβατικής και εξ αποστάσεως εκπαίδευσης ] [Εκπαίδευση ενηλίκων: Προβλήματα και θεωρητικές απόψεις] [Αναζήτηση πληροφοριών στον παγκόσμιο ιστό] [Επιθετικότητα στο σχολείο] [Διαπολιτισμική Διάσταση στην Εκπαίδευση:  Η μελέτη περίπτωσης δύο δημοτικών σχολείων στην Σουηδία]
Ύλη για Διδασκαλεία & Εξετάσεις
[Εξεταστέα Ύλη  για τα Διδασκαλεία ] [Σημειώσεις Διδακτικής] [Σημειώσεις Ψυχολογίας] [Σημειώσεις Λογοτεχνίας ] [Οργάνωση και Διοίκηση της Εκπαίδευσης] [Τι σημαίνει διαχείριση της Αλλαγής] [Η ψυχολογία των κινήτρων]
Ευέλικτη Ζώνη
[Θεωρητικό Υπόβαθρο] [Η Ευέλικτη Ζώνη στο Νηπιαγωγείο] [Τα προαιρετικά προγράμματα γενικά] [Σχέδιο Εργασίας:] [Φωτογραφία] [Σχέδιο Εργασίας: Ο μήνας Ιανουάριος] [Σχέδιο Εργασίας: "ΑΓΓΕΙΑ: Από το χτες στο σήμερα"] [Σχέδιο Εργασίας: Η δημιουργία των Εποχών του Έτους ] [Σχέδιο Εργασίας: Οι σεισμοί στον τόπο μου] [Μάθετε τον κώδικα Μορς] [5 ρώσικα παραμύθια σε εικονογράφηση Ιβάν Μπιλίμπιν]
Διάφορα τεστ κουίζ και παιχνίδια
[Παιχνίδια - Διάφορα Χρήσιμα- Τεστ Ευφυΐας και προσωπικότητας]