Επιμέλεια ιστοχώρου Διον.Κ.Παρούτσας |
||||||||||||
Αρχική | Επικοινωνία | Ταυτότητα | Πλοήγηση | Downloads
Τα δύο αδερφάκια | Η άσπρη πάπια | Το πουλί της φωτιάς | Το φτερό του σταυραϊτού | Μάρια Μόρεβνα | Η τσαρίνα - βατραχίνα |
||||||||||||
Τα δύο αδελφάκια |
||||||||||||
Και παν και παν τ' αδελφάκια, στους ατέλειωτους δρόμους, στους απέραντους κάμπους. Πέθαναν οι γονείς τους κι άφησαν ολομόναχα την θυγατέρα τους Αλιόνουσκα και το γιο τους Ιβάνουσκα. Και, νάτα!, κινάνε τα δυο να γυρίσουν το λεύτερο κόσμο. Ο ήλιος ψηλά, το πηγάδι μακριά, η κάψα βαριά κι ο ιδρώτας κυλά. Δίψασε ο Ιβάνουσκα.
- Αχ, αδελφούλα μου Αλιόνουσκα, πώς θα 'θελα λίγο νεράκι! - Υπομονή αδελφούλη μου, σε λίγο, να, φτάνουμε στο πηγάδι.
Και παν και παν, και φτάνουν σε μια λιμνούλα, που στην ακρολιμνιά έβοσκε ένα κοπάδι αγελάδες. - Αδελφούλα μου Αλιόνουσκα, να πιω απ' τη λιμνούλα; - Μην πιεις αδελφούλη μου, θα γίνεις μοσχαράκι Την άκουσε τ' αδελφάκι της και συνέχισαν το δρόμο τους. Μα ο ήλιος ήταν ψηλά, το πηγάδι μακριά, η ζέστη βαριά και ο ιδρώτας κυλά. Φτάνουν σ' ένα ποτάμι και βλέπουν στην όχθη του να καλπάζει ένα κοπάδι αλογάκια.
-Αχ αδελφούλα μου Αλιόνουσκα, πώς θα 'θελα να πιω. Να ξεδιψάσω με το κρύο νεράκι. - Μην πιες αδελφούλη μου, θα γίνεις πουλαράκι.
Ο Ιβάνουσκα αναστέναξε και συνέχισαν το δρόμο τους.
Ο ήλιος ψηλά, το πηγάδι μακριά, η κάψα βαριά και ο ιδρώτας κυλά. Και παν και παν, ώσπου ανταμώνουν μια λίμνη, που στις όχθες της βοσκούσε ένα κοπάδι κατσικάκια.
- Αδελφούλα μου Αλιόνουσκα, δεν αντέχω άλλο, διψάω. Θα πιω απ' αυτή τη λίμνη. - Μην πιες αδελφούλη μου, θα γίνεις κατσικάκι.
Αλλά αυτή τη φορά δεν άκουσε ο Ιβάνουσκα την αδελφή του. Ήπιες από τη λίμνη και μεταμορφώθηκε σε κατσικάκι. Κάθισε η Αλιόνουσκα καταγής, στο χορτάρι, κι έκλαψε με δάκρυα πικρά. Έκλαψε όσο έκλαψε, έδεσε το κατσικάκι με τη μεταξωτή της ζώνη και το τράβηξε μαζί της. Κάποια μέρα που χοροπήδαγε λεύτερο, χωρίς τη ζώνη, μπήκε στο περιβόλι του τσάρου. Έτρεξε κι η Αλιόνουσκα το κατόπι του για να το πιάσει. Οι υπηρέτες είδανε τι έγινε, πήγαν στον τσάρο και του 'πανε πως στο περιβόλι του τρύπωσε ένα κατσικάκι και το κατόπι του μια κοπελιά, τόσο όμορφη, που δεν έχουν λέξεις να την περιγράψουν και κοντύλι να τη ζωγραφίσουν! Ο τσάρος τους διάταξε να παν να τη ρωτήσουν ποια είναι κι από πού έρχεται. Κι η Αλιόνουσκα τους είπε:
- Πέθανε ο πατερούλης μας και η μανούλα μας και μείναμε ορφανά. Εμένα με λένε Αλιόνουσκα και τ' αδελφάκι μου Ιβάνουσκα. Πήραμε τους ατέλειωτους δρόμους και τους απέραντους κάμπους, ώσπου είδαμε μια λίμνη και γύρω της να βόσκουν κατσικάκια. Ο αδελφούλης μου δεν άντεχε άλλο τη δίψα. Ήπιε απ' το νερό της λίμνης και έγινε κατσικάκι.
«Το και το», τα 'παν όλα οι υπηρέτες στον τσάρο, και τους διάταξε να φέρουν μπροστά του την κοπελιά και το κατσικάκι, και τη ρώτησε ο ίδιος για το πώς και το τι. Κι όσο του μίλαγε την κοίταζε, κι όσο την κοίταζε τόσο τ' άρεσε και πιο πολύ, που θέλησε να την κάνει γυναίκα του. - Παντρέψου με, της είπε, και θα σε ντύσω στο χρυσάφι και στ' ασήμι, και το κατσικάκι μαζί μας θα ζήσει. Όπου εμείς, εκεί κι αυτό! Η Αλιόνουσκα συμφώνησε. Κι ο τσάρος, σαν τσάρος, μια και μπήκε στο μυαλό του, χωρίς να χάνει τον καιρό του, γρήγορα γιόρτασε τους γάμους κι αρχίσανε να ζουν τη ζωή τους και το κατσικάκι μαζί τους. Χοροπηδάει στο περιβόλι ολημερίς και με τον τσάρο και την τσαρίνα τρώει και πίνει. Τους θωρούν οι καλοί και χαίρονται κι οι κακοί σκάνε από τη ζήλεια τους.
Να όμως που κάποια μέρα έφυγε ο τσάρος για κυνήγι. Πού το 'μαθε, από πού ξετρύπωσε και να σου την η μάγισσα η κακιά! Πάει και βρίσκει την Αλιόνουσκα. Με γλυκόλογα ψεύτικα της μιλάει και στην ακρογιαλιά την παρασέρνει. Από δω την έχει, από κει την έχει, την ξεγέλασε Της έδεσε μια πέτρα στο λαιμό και την πέταξε στη θάλασσα. Ύστερα η μάγισσα μεταμορφώθηκε ολόιδια η Αλιόνουσκα. Φόρεσε τα ίδια τα δικά της ολόλαμπρα φορέματα και στρογγυλοκάθισε στο παλάτι. Τίποτα κανένας δεν κατάλαβε, ούτε κι ο τσάρος, σαν γύρισε από το κυνήγι, δεν ένιωσε τη διαφορά. Στο περιβόλι όμως, τα λουλούδια μαραθήκανε, τα δέντρα ξεραθήκανε, οι πρασιές καηκανε. Και το κατσικάκι, που τα 'χε δει όλα με τα μάτια του, άρχισε να μαραζώνει. Μηδέ έτρωγε, μηδέ έπινε κι όλο στην ακρογιαλιά βρισκότανε και φώναζε την αδελφούλα του με πόνο. Η μάγισσα άφριζε από το κακό της, και μια μέρα, που 'φυγε πάλι ο τσάρος για κυνήγι, άρχισε να το δέρνει, να το μαλώνει και σκληρά να το βαλαντώνει και να του λέει:
- Τώρα θα δεις, που θα γυρίσει ο Τσάρος και θα του πω να σε σφάξει!
Γύρισε ο τσάρος κι έτσι του 'πε η μάγισσα - Να διατάξεις, ναι, ναι, να διατάξεις να σφάξουν το κατσικάκι γιατί όλο ενάντια μου πάει.
Ο τσάρος παραξενεύτηκε: πώς η γυναίκα του, που αγαπούσε τόσο πολύ το κατσικάκι, γυρεύει τώρα το χαμό του; Τι να κάνει, όμως, ο τσάρος; Με το πες – πες η μάγισσα τον ανάκγασε να πει το ναι.
Έβαλε η μάγισσα ν΄ ανάψουν μια μεγάλη φωτιά, να κρεμάσουν πάνω της τα καζάνια τα μαντεμένια, να ακονίσουν τα μαχαίρια τ' ατσαλένια. Το κατσικάκι κατάλαβε πως τελείωσαν οι μέρες του. Έκατσε κι έκλαψε κι ύστερα έτρεξε στον τσάρο και τον παρακάλεσε:
- Άσε με στην ακρογιαλιά να τριγυρίσω, στο νερό να τσαλαβουτήσω, τα τσοκαράκια μου να καθαρίσω. Ο τσάρος τ' άφησε. Κατέβηκε το κατσικάκι κατά τη θάλασσα, στάθηκε στην ακρογιαλιά κι άρχισε να παραπονιέται να λέει: Αλιόνουσκα αδελφούλα μου! Βγες, αχ, βγες, καρδούλα μου. Φωτιές φλόγες τινάζουνε και τα καζάνια βράζουνε, μαχαίρια ακονίζουνε θέλουν να με χαλάσουνε!
Κι εκείνη απ' το βυθό της θάλασσας τ' αποκρίνεται:
Αχ, Ιβάνουσκα αδελφέ μου! Πέτρα με κρατά, καλέ μου, χόρτο του βυθού μ' αρπάζει, φίδι την καρδιά σπαράζει! Έκλαψε όσο έκλαψε το κατσικάκι και πήρε το δρόμο του γυρισμού. Και την άλλη μέρα ξαναπαρακάλεσε τον τσάρο:
- Άσε με στην ακρογιαλιά να τριγυρίσω, στο νερό να τσαλαβουτήσω, τα τσοκαρακια μου να καθαρίσω. Ο τσάρος τ' άφησε. Κατέβηκε πάλι το κατσικάκι στη θάλασσα, στάθηκε στην ακρογιαλιά κι άρχισε πάλι να παραπονιέται. Έκλαψε όσο έκλαψε το κατσικάκι και γύρισε σπίτι. Παρακάλεσε και για τρίτη φορά τον τσάρο: - Άσε με στην ακρογιαλιά να τριγυρίσω, στο νερό να τσαλαβουτήσω, τα τσοκαρακια μου να καθαρίσω! Ο τσάρος αναρωτιέται: «Τι να σημαίνει αυτό, όλο να θέλει το κατσικάκι να τρέχει στη θάλασσα;». Τ' άφησε και πάλι, αλλά αυτή τη φορά το ακολούθησε. Πλησίασε στην ακτή κι άκουσε το κατσικάκι να φωνάζει την αδελφούλα του:
Αλιόνουσκα αδελφούλα μου! Βγες, αχ, βγες καρδούλα μου. Φωτιές φλόγες τινάζουνε και τα καζάνια βράζουνε, μαχαίρια ακονίζουνε θέλουν να με χαλάσουνε!
Και πάλι τ' αποκρίθηκε εκείνη μέσα απ' το νερό:
Αχ, Ιβάνουσκα αδελφέ μου! Πέτρα με κρατά, καλέ μου, χόρτο του βυθού μ' αρπάζει, φίδι την καρδιά σπαράζει!
Το κατσικάκι, όμως, ξανά και ξανά, φώναζε με πόνο την αδελφή του. Η Αλιόνουσκα τότε τινάχτηκε προς τα πάνω και βγήκε στην επιφάνεια. Άρπαξε ο τσάρος την Αλιόνουσκα, πέταξε την πέτρα, την τράβηξε στην παραλία κι άρχισε να τη ρωτάει πως και τι. Κι εκείνη του τα είπε όλα. Πόσο χάρηκε που την ξαναβρήκε ο τσάρος. Το κατσικάκι χοροπήδαγε κι όλο χοροπήδαγε. Από τη χαρά του έκανε στην τύχη τρεις τούμπες, λύθηκαν τα μάγια και, να σου!, ξανάγινε το αγοράκι ο Ιβάνουσκα. Κι όσο για τη μάγισσα, ο τσάρος διάταξε να την κάψουνε. Την πέταξαν στην ίδια μεγάλη φωτιά που είχε ετοιμάσει για το κατσικάκι. Ύστερα σκορπίσανε τη στάχτη της στον αγέρα, για να μην απομείνει μήτε η θύμηση της. Ο τσάρος, η τσαρίνα και ο αδελφούλης της ο Ιβάνουσκα ζήσανε αγαπημένοι μια ζωή ευτυχισμένη.
|
||||||||||||
* Ο ρώσος χαράκτης Ιβάν Γιάκοβλεβιτς Μπιλίμπιν (1876-1942) διέπρεψε στην εικονογράφηση βιβλίων και στη σκηνογραφία. Έχει δημιουργήσει δική του χαρακτηριστική τεχνοτροπία στην εικονογράφηση βιβλίων, που βασίζεται στο λεπτότατο στυλιζάρισμα των στοιχείων της λαϊκής και της μεσαιωνικής ρωσικής τέχνης (χρωμολιθογραφία, κέντημα, ξυλογραφία, μικρογραφία κλπ.). Τα έργα του, που διακρίνονται για την αυστηρή γραμμή, την επίπεδη φόρμα και τη διακοσμητική τους υφή, βρίσκονται πολύ κοντά στη μοντέρνα ζωγραφική. Η εικονογράφηση από τον Ι.Β. Μπιλίμπιν διαφόρων ρώσικων παραμυθιών και θρύλων ζωντανεύει το θαυμαστό κόσμο τον ρωσικού φολκλόρ. Η μετάφραση και διασκευή αυτού του παραμυθιού έχει γίνει από τον Δημήτρη Ραβάνη-Ρεντή από τις εκδόσεις "Σύγχρονη Εποχή" στα μέσα της δεκαετίας του '80. Τα παραμύθια τα εντόπισα στη βιβλιοθήκη ενός μικρού ορεινού σχολείου το οποίο έχει πάψει να λειτουργεί εδώ και είκοσι χρόνια. Θεωρώ ότι είναι ένα πρώτης τάξεως ανάγνωσμα για τα παιδιά κάθε ηλικίας και θα μπορούσε να αποτελέσει αφορμή για την ανάπτυξη ενός πολύ ενδιαφέροντος πρότζεκτ. |
||||||||||||
ΣΥΝΟΠΤΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ ΤΟΥ ΣΑΪΤ |
||||||||||||