Προς την
Μητέρα Στην αρχή δεν τον γνώρισα... ένας κουρελιασμένος ναύτης με ανακατωμένα γένια. Τα μάτια του ήταν κόκκινα λες και είχε δει δαίμονες. Κάτι δεν πήγαινε καλά με το μυαλό του. Άρχισαν να του κάνουν διάφορες ερωτήσεις. "Τι συνέβη, πόσοι επιβίωσαν;" Αυτός κούναγε μονάχα το κεφάλι του και δεν απαντούσε. Έπειτα κοίταξε προς το μέρος μου, κατευθείαν μες τα μάτια μου. Ο Διομήδης προσπάθησε να τον τραβήξει μακριά μου. "Αγαθονίκη," ψιθύρισε Το πρόσωπό του μου ήταν άγνωστο, αλλά αυτή τη φωνή θα την αναγνώριζα οπουδήποτε. Ήταν ο αδερφός μου ο Πολύβιος. "Κατέστρεψαν τον στόλο μας με πυρπολικά", είπε. "Δεν είχαμε πως να γυρίσουμε στην πατρίδα. Κατέρρευσε στα πόδια μου. Καθώς κρατούσα το κεφάλι του, μου είπε ότι προσπάθησαν να περάσουν τους βάλτους. Δεν είχαν καθαρό νερό ...αρρώστιες... οι Σικελοί τους επιτίθονταν συνέχεια. Μετά είδαν ένα ποτάμι. Νερό επιτέλους! Ολόκληρος ο στρατός, ή ότι είχε απομείνει τέλος πάντων, έτρεξε προς το ποτάμι. Οι Σικελοί τους περίμεναν... τους κατακρεούργησαν... Μόνο μια χούφτα κατάφερε να γλιτώσει. Ο καημένος ο Πολύβιος, έκλαιγε όταν τον απομάκρυναν. Τώρα, θα τον φροντίσει ο Διομήδης. Θα συνέλθει μητέρα. Θα σε συναντήσει σύντομα. Από την Αγαθονίκη. |
![]() |
![]() |