Διαπολιτισμική Ψυχολογία: Πολιτισμός και ψυχοπαθολογία


Βιβλιογραφική αναφορά:

Παρούτσας, Δ., Κ., (2013), 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Βασικές έννοιες της Διαπολιτισμικής ψυχολογίας

Εννοιολογικός & λειτουργικός ορισμός του πολιτισμού

Εθνοκεντρισμός - Πολιτισμικός Σχετικισμός - Ημική και ητική προσέγγιση

Ζητήματα μέτρησης και δειγματοληψίας στην Διαπολιτισμική Ψυχολογία

Πολιτισμικά σχετιζόμενοι ορισμοί της νοημοσύνης

Γενετικές και πολιτισμικές ερμηνείες των διαπολιτισμικών διαφορών στις γνωστικές λειτουργίες

Πολιτισμός και κοινωνική συμπεριφορά

Πολιτισμός και ψυχοπαθολογία

Πολιτισμός και ανάπτυξη της προσωπικότητας

Γρήγορη επανάληψη βασικών εννοιών Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης

 

Η Διαπολιτισμική (διαπολιτιστική) ψυχολογία είναι ένας νέος σχετικά κλάδος της ψυχολογίας και διδάσκεται με ιδιαίτερη επιτυχία σε Ελληνικά Πανεπιστήμια. Εντούτοις πολλοί φοιτητές χάνονται στο πλήθος των συγγραμμάτων που πρέπει να μελετήσουν.

Οι πηγές που χρησιμοποιούνται είναι οι παρακάτω:

Παυλόπουλος, Β. (2003). Οι άρρητες θεωρίες των γονέων για την προσωπικότητα των παιδιών: κοινωνική-Διαπολιτισμική προσέγγιση. Στο Α.-Β. Ρήγα (Επιμ.), Το κουτί της Πανδώρας. Οικογένεια και η διαπολιτισμική της ταυτότητα σήμερα (σελ. 45-66). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Segall, M. H., Dasen, P. R., Berry, J. W., & Poortinga, Y. H. (1993). Διαπολιτισμική ψυχολογία. Η μελέτη της ανθρώπινης συμπεριφοράς σε παγκόσμιο οικολογικό πολιτιστικό πλαίσιο (Επιστημονική επιμέλεια Δ. Γεώργας). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Κατέρη, Ε., Πουρκός, Μ. & Νέστορος, Ι. (2002). Πολιτισμός και Ψυχοπαθολογία: Συνεπαγωγές των Πολιτισμικών Διαφορών για την Ψυχολογική Γνώση και την Ψυχοθεραπευτική Προσέγγιση. Στο Ν. Πολεμικός, Μ. Καΐλα & Φ. Καλαβάσης (Επιμ.), Εκπαιδευτική, Οικογενειακή και Πολιτική Ψυχοπαθολογία, Τόμος Α΄ (σσ. 366-387). Αθήνα: Ατραπός.

Wikipedia: Διάφορα σχετικά άρθρα

 

Τι θα σκεφτόταν ένας Δυτικοευρωπαίος επαγγελματίας της ψυχικής υγείας για την περίπτωση ενός ανθρώπου, που, συχνά, καθώς το σώμα του περιέρχεται σε κατάσταση έντονης συναισθηματικής φόρτισης, αισθάνεται ότι επικοινωνεί με τα πνεύματα, και ότι  μεταμορφώνεται σε τίγρη, προκειμένου να νικήσει τα κακά πνεύματα; Η σωστή αντίδραση, πριν καταφύγει σε μια διάγνωση, που πιθανώς θα έκλεινε προς την ψύχωση, θα ήταν να ρωτήσει σε πιο πολιτισμό έχει ανατραφεί και ζει ο παραπάνω άνθρωπος. Στον δικό μας πολιτισμό θα ήταν περιθωριοποιημένος από την κοινωνία ή θα βρισκόταν σε κάποιο ψυχιατρείο για να θεραπευτεί. Κι όμως, στην μικρή αφρικανική κοινωνία όπου ο άνθρωπος αυτός ζει, τον θεωρούν απόλυτα αξιοσέβαστο μέλος. Ο ρόλος, μάλιστα, που του έχει αποδοθεί είναι η θεραπεία εκείνων των  ασθενειών, που κατεξοχήν θεωρούνται ότι προέρχονται από κακά πνεύματα. Προφανώς, πρόκειται για έναν Σαμάνο, ο οποίος, κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες, μπορεί να μπει σε κατάσταση έκστασης, να δει οράματα, να έρθει σε επαφή με υπερφυσικές δυνάμεις, και μετά, ακολουθώντας κάποιες πρακτικές, να επιστρέψει σε κατάσταση κανονικής συνειδητότητας (Bodley, 1994).

Το παράδειγμα αυτό χρησιμοποιήθηκε προς απόδειξη του ότι οι περισσότερες ψυχολογικές θεωρίες, αλλά και τα διαγνωστικά κριτήρια για την ταξινόμηση των ψυχικών διαταραχών, προέρχονται από παρατηρήσεις και έρευνες σε δυτικούς πολιτισμούς. Ελάχιστα πράγματα γνωρίζουμε για άλλες κοινωνίες και για το τι θεωρούν αυτές φυσιολογικό ή μη.

Μια αρχή που αμφισβητήθηκε τα τελευταία χρόνια από τη διαπολιτισμική ψυχολογία είναι η αρχή της αντικειμενικότητας του ερευνητή, τόσο στην παρατήρηση ψυχολογικών φαινομένων όσο και στην ερμηνεία τους. Οι διαπολιτισμικοί ψυχολόγοι θεωρούν ότι ο ερευνητής επηρεάζεται από τις πολιτισμικές αξίες της χώρας του και, επομένως, τα ευρήματά του δεν μπορούν να είναι τόσο αντικειμενικά, όσο αυτά των φυσικών επιστημών (Γεώργας, 1999).

Πρέπει να σημειώσουμε ότι η έρευνα στη διαπολιτισμική ψυχολογία ακολουθεί δύο διαφορετικές θεωρητικές και μεθοδολογικές προσεγγίσεις, την ητική (etic) και την ημική (emic). Εάν ο ερευνητής θεωρεί ότι οι συμπεριφορές του ανθρώπου έχουν πολύ περισσότερες ομοιότητες παρά διαφορές, ότι μ’ άλλα λόγια είναι κατεξοχήν οικουμενικές, ακολουθεί την ητική προσέγγιση. Αν αντιθέτως, πιστεύει ότι το πλαίσιο επιδρά καθοριστικά στη συμπεριφορά του ανθρώπου και ότι μια συμπεριφορά που παρατηρείται σε έναν πολιτισμό είναι πολύ πιο πιθανό να μην υπάρχει σε έναν άλλο, τότε ακολουθεί την ημική προσέγγιση (Segall et al., 1996).

Το αν ο ερευνητής επικεντρωθεί στις πολιτισμικές ομοιότητες ή στις πολιτισμικές διαφορές, είναι καθοριστικό στοιχείο για τον τρόπο διεξαγωγής της έρευνας του, αλλά και για τα αποτελέσματά του. Συγκεκριμένα, στην ητική προσέγγιση, μελετώνται όσο το δυνατόν περισσότερες κοινωνίες, ο ερευνητής δεν προσπαθεί να ενσωματωθεί στις κοινωνίες που μελετά, ο τρόπος συλλογής των δεδομένων είναι ποσοτικός, και τα αποτελέσματα γενικεύσιμα. Στην ημική προσέγγιση, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Μελετάται ένας πολιτισμός, ο ερευνητής ενσωματώνεται στην κοινωνία που μελετά, ο τρόπος συλλογής των δεδομένων είναι ποιοτικός, και τα αποτελέσματα, ούτε είναι, ούτε επιθυμείται  να είναι γενικεύσιμα (Lonner, 1979). Αν και οι περισσότερες έρευνες που έχουν διεξαχθεί ακολουθούν την ητική προσέγγιση, αυτή εγκυμονεί πολλούς κινδύνους, ο μεγαλύτερος εκ των οποίων είναι να προβάλει ο ερευνητής το δικό του σύστημα αξιών στις κοινωνίες που μελετά και να προκαλέσει αλλοίωση των αποτελεσμάτων (Segall et al., 1996).

ΣΥΖΕΥΞΗ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΨΥΧΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑΣ

Το θέμα της διαπολιτισμικής ψυχοπαθολογίας είναι τεράστιο και σίγουρα οι προβληματισμοί δεν μπορούν να εξαντληθούν στο περιορισμένο χώρο ενός άρθρου. Διαφορές παρατηρήθηκαν σε μείζονες ψυχικές διαταραχές, αλλά αυτές οι διαφορές δεν είναι ξεκάθαρες. Εύλογα τίθεται το ερώτημα κατά πόσο κάτι που εμείς θεωρούμε ως σύμπτωμα μιας διαταραχής, για παράδειγμα τα σωματικά συμπτώματα με τα οποία εκδηλώνεται η κατάθλιψη σε κάποιους πολιτισμούς, είναι όντως σύμπτωμα της ίδιας διαταραχής ή μιας άλλης νοσολογικής οντότητας (Shweder, 1996). Δεν αποκλείεται, άλλωστε, να πρόκειται απλά για ιδιαιτερότητες, που μέσα από τη δική μας οπτική ταξινομούνται ως διαταραχές. Σύμφωνα με τον Heelas (1984), είναι μεγάλος πειρασμός να μεταφράσουμε μια συναισθηματική αντίδραση ενός ατόμου άλλης φυλής ως «θυμό», «θλίψη» κ.λ.π., αλλά αυτό ενέχει και πολλούς κινδύνους, καθώς η παρατήρησή μας μπορεί να είναι απλώς το αποτέλεσμα των εθνοκεντρικών μας προκαταλήψεων και παραδοχών. Αυτά τα ερωτήματα δεν μπορούν εύκολα να απαντηθούν, καθώς, εν τέλει, έχουν να κάνουν με τον βασικό φιλοσοφικό και επιστημολογικό προβληματισμό πως νοείται η ψυχική ασθένεια, αν είναι εξίσου αντικειμενική με τη σωματική ή είναι ένα κοινωνικό κατασκεύασμα που μας βοηθά να κατηγοριοποιήσουμε συμπεριφορές που εμφανίζονται αποκλίνουσες από τις ισχύουσες κάθε φορά κοινωνικές νόρμες.

μεταξύ του δυτικού πολιτισμού και κάποιων άλλων πολιτισμών. Ένα βασικό χαρακτηριστικό του δυτικού πολιτισμού είναι η ατομοκεντρικότητά του. Η αυτονομία του ατόμου θεωρείται απαραίτητο στοιχείο για τη δημιουργία υγιών σχέσεων και υγιούς προσωπικότητας. Σε μη δυτικές, όμως, κοινωνίες βασική αξία είναι το να διατηρεί στενές σχέσεις το άτομο με τους γονείς του σε όλη του τη ζωή (Kagitcibasi, 1988). Σύμφωνα με τον Sato (2001), οι άνθρωποι που ζουν σε κοινωνίες που χαρακτηρίζονται για τη συλλογικότητά τους (κυρίως μη δυτικές) στηρίζονται στις σχέσεις τους για να διατηρήσουν την ψυχική τους υγεία, ενώ άνθρωποι που ζουν σε ατομοκεντρικές κοινωνίες στηρίζονται κατεξοχήν στην αυτονομία τους. Στην Ινδία, για παράδειγμα, ο διαχωρισμός του ατόμου και η αυτονομία του προκαλεί την απόρριψη του ατόμου από το σύνολο, ενώ αντίθετα η εξάρτηση και η συναισθηματική εγγύτητα ευνοείται, ως κοινωνικά αποδεκτή (Sinha, 1988). Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στην Ιαπωνία, όπου οι σχέσεις μητέρας- παιδιού είναι ιδιαίτερα στενές, με έντονη σωματική επαφή για πολλά χρόνια (Harkness & Keefer, 2000· Draguns, 1979).

Σημαντικός είναι και ο ρόλος του πολιτισμού, τόσο για τα είδη του στρες που προκαλεί στο άτομο, όσο και για τα μέσα που προσφέρει για την αντιμετώπισή του. Αν, για παράδειγμα, σε έναν πολιτισμό, όπως στον δικό μας, είναι υψηλά τα κίνητρα της επιτυχίας, πιθανόν πολλά από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι να έχουν να κάνουν με τέτοιου είδους πιέσεις, ενώ αν σε έναν άλλο είναι έντονα τα σεξουαλικά ταμπού, τότε σύνδρομα που έχουν να κάνουν με σεξουαλικά άγχη, πιθανόν να εμφανιστούν.

 Όσον αφορά την αντιμετώπιση του στρες, σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, οι δυτικοί πολιτισμοί τονίζουν την προσωπική ευθύνη του ατόμου για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει, ενώ οι μη δυτικοί δίνουν έμφαση στις συνθήκες και τις διαπροσωπικές σχέσεις (Marsella & Dash- Scheuer, 1988). Ένα άλλο στοιχείο της αναπαράστασης που έχουν οι μη δυτικοί λαοί για την ασθένεια είναι, όπως φάνηκε και από όσα ειπώθηκαν, η απόδοση των αιτιών της, εκτός από τις συνθήκες, σε πνεύματα που καταλαμβάνουν το άτομο, χωρίς τη θέλησή του (Edman & Kameoka, 1997), αποβάλλοντας πάλι την ευθύνη από το ίδιο το άτομο.

 Οι διαφορετικοί αυτοί τρόποι κοινωνικοποίησης, όπως είναι φυσικό, δημιουργούν και διαφορετικές προσωπικότητες. Σύμφωνα με τον Draguns (1988), μία πιθανή σχέση μεταξύ προσωπικότητας και ψυχοπαθολογίας είναι ότι η δεύτερη είναι η υπερβολή της πρώτης, ότι μ’ άλλα λόγια πρόκειται για ένα συνεχές και ότι η διαφορά τους είναι καθαρά ποσοτική.

Κατάθλιψη

Τα περισσότερα ευρήματα, τα σχετικά με την κατάθλιψη, δείχνουν ότι η έκφρασή της παρουσιάζει αρκετές διαφορές από χώρα σε χώρα. Η βασικότερη από αυτές είναι ότι, σε μη δυτικές κοινωνίες, τα συμπτώματα αυτής της διαταραχής είναι κυρίως σωματικά, ενώ κάποια συναισθήματα, όπως η ενοχή, συνήθως, απουσιάζουν από την συμπεριφορική εικόνα του ατόμου. Σύμφωνα με τους Kirmayer και Young (1998), σε αναλύσεις τους πάνω σε αφηγήσεις διαφορετικών εθνικών ομάδων, τα σωματικά συμπτώματα έχουν πολλαπλά νοήματα και εξυπηρετούν διάφορες ψυχολογικές και κοινωνικές λειτουργίες, αλλά γενικά είναι ένας τρόπος έκφρασης των καταθλιπτικών συναισθημάτων.

Άλλες έρευνες, σχετικές με τη διερεύνηση του ίδιου θέματος, παρουσιάζουν παρόμοιες διαφορές και σε άλλες χώρες. Στη Νιγηρία και την Κίνα, η έννοια της κατάθλιψης, όπως νοείται στον δικό μας πολιτισμό, απουσιάζει. Στην Ινδία, την Ινδονησία και τη Νιγηρία, η κατάθλιψη παρουσιάζει κλινική σοβαρότητα, αλλά εκφράζεται λιγότερο με ενοχή και μειωμένη αυτοεκτίμηση, σε σύγκριση με τις δυτικές χώρες (Draguns, 1980).

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι συμπεριφορικές παρατηρήσεις του Kleinman (1980), για τον Κινέζικο πολιτισμό, και πως αυτός επηρεάζει την έκφραση των συναισθημάτων και των συμπτωμάτων. Προβλήματα που οι δυτικοί γιατροί θα τα ταξινομούσαν ως άγχος, κατάθλιψη και υστερία, οι Κινέζοι γιατροί τα ονομάζουν αδυναμία των νεφρών, διαταραχές κρύου και νευρασθένεια. Κι αυτό γιατί δίνεται έμφαση στα σωματικά παρά στα ψυχολογικά συμπτώματα. Όσοι πάσχουν από κατάθλιψη, δεν πηγαίνουν στο γιατρό παραπονούμενοι για τα καταθλιπτικά τους συναισθήματα, αλλά για τα σωματικά τους προβλήματα. Μελετώντας εις βάθος τον Κινέζικο πολιτισμό, διαπίστωσε ότι μία βασική του αξία, που πιθανότατα ευθύνεται για αυτή τη διαφορά, είναι ότι οι άνθρωποι δεν αποκαλύπτουν τα βαθύτερα συναισθήματά τους, ακόμη και στις στενές διαπροσωπικές τους σχέσεις. Και αυτό γιατί είναι κοινό πιστεύω ότι η αποκάλυψη των συναισθημάτων μπορεί να προκαλέσει ντροπή στο άτομο και να διαταράξει την ισορροπία των σχέσεών του.

Σχιζοφρένεια

Οι έρευνες που έχουν γίνει για τη σύγκριση των συμπτωμάτων και της πρόγνωσης της σχιζοφρένειας, σε διαφορετικούς πολιτισμούς, χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες. Αυτές που δείχνουν ότι τα βασικά χαρακτηριστικά αυτής της διαταραχής είναι οικουμενικά, και αυτές που δείχνουν ότι υπάρχουν αρκετά σημαντικές διαφορές, τόσο στα συμπτώματά της, όσο και στην πρόγνωσή της.

Οικουμενικά χαρακτηριστικά της σχιζοφρένειας. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας πραγματοποίησε μια έρευνα, το 1973, για τη σχιζοφρένεια, στην οποία συμπεριλαμβάνονταν εννέα χώρες, δυτικές και μη. Τα αποτελέσματα δείξανε ότι υπήρχε ομοιότητα στις ομάδες των συμπτωμάτων. Αυτά είναι τα εξής: επίπεδο συναίσθημα, φτωχή εναισθησία, το να σκέφτεται κάποιος φωναχτά, φτωχή θεραπευτική σχέση, ασυνάρτητος λόγος, μη ρεαλιστικές σκέψεις, ψευδαισθήσεις, πρόωρη αφύπνιση, καταθλιπτικό προσωπείο και έκφραση αγαλλίασης.

Οι διαφορές της σχιζοφρένειας μεταξύ πολιτισμών. Οι Opler και Singer, το 1959, συγκρίνανε Ιταλούς και Ιρλανδούς που έπασχαν από σχιζοφρένεια και βρήκαν ότι οι Ιρλανδοί παρουσίαζαν περισσότερη ενοχή, πιο συστηματικές παραληρητικές ιδέες, περισσότερο ποσοστό αλκοολισμού και λιγότερα συναισθηματικά προβλήματα από τους Ιταλούς. Οι Enright και Jaeckle, το 1963, συγκρίνανε Φιλιπινέζους και Ιάπωνες παρανοϊκούς σχιζοφρενείς και παρατήρησαν ότι οι Φιλιπινέζοι ήταν πιο εχθρικοί, δραστήριοι και αναστατωμένοι από τους Ιάπωνες, οι οποίοι παρουσιάζονταν πιο αποσυρμένοι, παθητικοί και συνεργάσιμοι (Marsella, 1979).

Δε θεωρούμε σκόπιμο να επεκταθούμε στην ανασκόπηση και άλλων ερευνών, αλλά κρίνουμε απαραίτητο να αναφέρουμε ένα τελευταίο στοιχείο της σχιζοφρένειας που πολλοί θεωρούν ότι διαφέρει από κοινωνία σε κοινωνία. Το στοιχείο αυτό είναι η πρόγνωση αυτής της διαταραχής, που σύμφωνα με πολλές έρευνες, είναι καλύτερη σε αναπτυσσόμενες (μη δυτικές) και όχι σε ανεπτυγμένες (δυτικές) χώρες (Lin & Kleinman, 1988). Ο Murphy θεωρεί ότι αυτό έχει να κάνει με την αποδοχή του ατόμου από την κοινότητα (Draguns, 1988) και οι Sartorius et al. (1988) βρήκαν ότι η καλή ή κακή πρόγνωση συσχετίζεται με κοινωνικο- δημογραφικούς παράγοντες, ο βασικότερος εκ των οποίων είναι η κοινωνική απομόνωση του ατόμου.

Πολιτισμικά ψυχοσύνδρομα

Πρώτα οι ανθρωπολόγοι και μετά οι ψυχίατροι και οι ψυχολόγοι παρατήρησαν συγκεκριμένες διαταραχές, που εμφανίζονται σε συγκεκριμένα μόνο πολιτισμικά συστήματα. Οι πιο γνωστές από αυτές είναι οι εξής:

1. Αμόκ. Είναι μαλαισιανή λέξη και σημαίνει μπλέκομαι μανιωδώς σε μάχη. Τα συμπτώματα είναι απότομη και αναίτια έκρηξη βίας. Το άτομο τρέχει, επιτίθεται και σκοτώνει αδιάκριτα ό,τι βρεθεί μπροστά του. Πριν την έκρηξη βίας, το άτομο φαίνεται να είναι αρκετά σκεπτικό και να διακατέχεται από έντονες προκαταλήψεις.

2. Koro. Παρατηρείται στην Νοτιοανατολική Ασία και την Κίνα. Το άτομο φοβάται ότι το πέος του συρρικνώνεται, αν είναι άνδρας, και ότι μπορεί να πεθάνει, ενώ αν είναι γυναίκα ότι συρρικνώνεται το στήθος ή το αιδοίο της.

3. Piblocto. Εμφανίζεται στους Εσκιμώους. Το άτομο παρουσιάζει κρίσεις με ουρλιαχτά, σχίσιμο των ρούχων και αυτοκαταστροφικές τάσεις. Μιμείται φωνές ζώων και ρίχνεται στο χιόνι, χωρίς να φοβάται το κρύο.

4. Wihtigo. Παρατηρείται στους Ινδιάνους της Β. Αμερικής. Το άτομο πιστεύει ότι μπορεί να μεταμορφωθεί σε Wihtigo, δηλαδή σε ένα τέρας που τρώει ανθρώπινο κρέας. Σε περιόδους λιμοκτονίας παρατηρείται πιο συχνά (Kaplan and Sadock, 2000).

 Σύμφωνα με τον Fabrega (1982), τα βασικά χαρακτηριστικά αυτών των συνδρόμων είναι αιφνίδια έναρξη, σχετικά μικρή διάρκεια, και απουσία αυτού που οι ψυχίατροι και οι ψυχολόγοι λένε διαταραχή σκέψης.

Εφαρμογή στην ψυχοθεραπεία εθνικών μειονοτήτων

Εκτός από τον προβληματισμό που προκαλούν τα ευρήματα τα σχετικά με τις εκφάνσεις της συμπεριφοράς σε διαφορετικούς πολιτισμούς, έχουν και άμεση χρησιμότητα, καθώς τις δύο τελευταίες δεκαετίες, η χώρα μας, με την αθρόα εισροή μεταναστών, αλλά και προσφύγων, έχει μεταβληθεί σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία. Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, αρκετές ψυχικές και ψυχοσωματικές παθήσεις είναι ιδιαίτερα αυξημένες στους μετανάστες, γεγονός που έχει να κάνει με την όλη φύση της μεταναστευτικής διαδικασίας. Πιο ευπαθείς είναι οι πολιτικοί πρόσφυγες, οι οποίοι συχνά παρουσιάζουν μετατραυματικό στρες και ψυχωσικά συμπτώματα με έντονα παρανοϊκά στοιχεία (Tousignant, 1992) .

Ο Berry (1988, 1992) αναφέρεται στο επιπολιτισμικό άγχος που βιώνουν οι μετανάστες, στην προσπάθειά τους να προσαρμοστούν στη χώρα υποδοχής. Σύμφωνα με τον ίδιο ερευνητή, οι τύποι προσαρμογής που είναι δυνατοί είναι οι εξής:

1. Αφομοίωση, κατά την οποία το άτομο αλλάζει την ταυτότητά του και υιοθετεί πλήρως τις αξίες και τις συμπεριφορές των γηγενών.

2. Ενσωμάτωση, κατά την οποία διατηρούνται από το άτομο πυρηνικά στοιχεία της ταυτότητάς του και ταυτόχρονα υιοθετούνται και κάποιες συμπεριφορές και αξίες του νέου πολιτισμού.

3. Διαχωρισμός. Το άτομο εκούσια διατηρεί απόσταση από τον νέο πολιτισμό.

4. Αντίδραση. Μη υιοθέτηση των αξιών του νέου πολιτισμού και αντίδραση σ’ αυτές, συχνά και με επιθετικότητα.

5. Περιθωριοποίηση. Το άτομο απορρίπτεται από τον εγχώριο πληθυσμό και γκετοποιείται.

Ο ιδανικότερος τύπος προσαρμογής για την ψυχολογία του μετανάστη είναι, σύμφωνα με τον Berry, αλλά και τους Γεώργα και Παπαστυλιανού (1993), η ενσωμάτωση, ενώ ο λιγότερο ευνοϊκός η περιθωριοποίηση.

Η ψυχοθεραπεία με ένα άτομο διαφορετικού πολιτισμού δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Ο ψυχοθεραπευόμενος περιμένει να αντιμετωπιστεί από τον ψυχοθεραπευτή του, όπως έχει συνηθίσει από τις μορφές εξουσίας του δικού του πολιτισμού. Αυτό σημαίνει ότι ένα πιο αυταρχικό στυλ ενώ μπορεί να είναι κατάλληλο για έναν θεραπευόμενο που προέρχεται από πολιτισμό με σαφή ιεραρχία, για έναν άλλο μπορεί να είναι ακατάλληλο (Tseng & Hsu, 1979). Το ίδιο συμβαίνει και με τα συναισθήματα, την μη λεκτική επικοινωνία και άλλες όψεις της προσωπικότητας που διαφοροποιούνται διαπολιτισμικά.

Ένας ψυχολόγος, που επιθυμεί να ασχοληθεί κατάλληλα και έγκυρα με αυτόν τον ειδικό πληθυσμό, πρέπει να έχει τα εξής βασικά χαρακτηριστικά: 1. Πρέπει να μπορεί να διακρίνει τις δικές του αξίες και παραδοχές και να είναι ανοιχτός στο να δεχτεί και νέες. Να έχει, μ’ άλλα λόγια όσο το δυνατόν λιγότερες προκαταλήψεις. 2. Πρέπει να μπορεί να καταλαβαίνει τις ειδικές πιέσεις και τα ειδικά προβλήματα των μειονοτήτων. 3. Να ακολουθεί μία ευλύγιστη συμβουλευτική ή ψυχοθεραπευτική προσέγγιση, προσαρμοσμένη στις ειδικές ανάγκες του κάθε ατόμου (Pedersen, 1982).

Όσον αφορά την ψυχοθεραπεία, και, πιο συγκεκριμένα, τα δυτικά μοντέλα ψυχοθεραπείας, έχει διαπιστωθεί ότι υπάρχουν κάποια χαρακτηριστικά που είναι κοινά μεταξύ τους, ανεξαρτήτως θεωρητικής κατεύθυνσης. Αυτά είναι, σύμφωνα με τους Νέστορος και Βαλλιανάτου (1996), τα εξής:

1. Θεραπευτική σχέση. Η σχέση που δημιουργείται μεταξύ θεραπευτή- θεραπευόμενου, η οποία επηρεάζεται τόσο από τις πραγματικές όσο και από τις φανταστικές ιδιότητες των δύο προσώπων (μεταβίβαση/ αντιμεταβίβαση), είναι καθοριστικός παράγοντας για το θεραπευτικό αποτέλεσμα.

2. Ελάττωση του άγχους και συναισθηματική υποστήριξη. Ο θεραπευτής πρέπει να είναι ικανός να ελαττώσει το άγχος του θεραπευόμενου. Η μείωση αυτή προκαλεί συχνά ελάττωση, μέχρι και εξαφάνιση των περισσοτέρων μορφών ψυχοπαθολογίας .

3. Κάθε ψυχοθεραπεία προσφέρει ένα γνωστικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο ερμηνεύεται και κατανοείται η συμπεριφορά του θεραπευόμενου, αλλά και των άλλων. Για τη δημιουργία αυτού του γνωστικού πλαισίου, κυρίαρχο ρόλο παίζουν όλες οι μορφές της μάθησης (κλασσική εξαρτημένη, συντελεστική, παρατήρηση και μίμηση προτύπου, και η γνωστική μάθηση).

4. Η πειθώ που ασκεί ο θεραπευτής και η υποβολή του θεραπευόμενου. Πρέπει ο θεραπευτής να πιστεύει στην αποτελεσματικότητα της μεθόδου του, και να μεταδίδει το μήνυμα ότι ειλικρινά νοιάζεται για τον θεραπευόμενό του.

5. Η ταύτιση με τον θεραπευτή. Ο θεραπευτής αποτελεί ένα πρότυπο, τις αξίες του οποίου μιμείται, ο θεραπευόμενος.

6. Η απόκτηση αυτοελέγχου. Ενώ στην αρχή ο θεραπευόμενος εξαρτάται από τον θεραπευτή του, στόχος είναι στο τέλος το άτομο να γίνει ανεξάρτητο και να αποκτήσει αυτοέλεγχο.

7. Τέλος, η πρόβα και η αντιμετώπιση του πραγματικού προβλήματος στις πραγματικές συνθήκες ζωής του ατόμου. Το άτομο καθοδηγείται να εφαρμόσει, όσα έμαθε στο γραφείο του θεραπευτή, στη ζωή και στις σχέσεις του.

Αρκετές έρευνες έχουν γίνει και για τη σχέση μεταξύ ψυχοθεραπείας και πολιτισμού, αλλά και για τα κοινά χαρακτηριστικά της ψυχοθεραπείας, ανεξαρτήτως πλαισίου. Τα μοντέλα ψυχοθεραπείας, που εμφανίζονται σε διάφορους πολιτισμούς, μπορούν να χωριστούν σε τέσσερις κατηγορίες:

1.Σωματικής κατεύθυνσης (π. χ. μασάζ, βελονισμός),

2.Ψυχολογικής κατεύθυνσης (π. χ. επίλυση προβλήματος, διαλογισμός),

3.Κοινωνικής κατεύθυνσης (π. χ. συμμετοχή της οικογένειας ή της ομάδας, κοινωνική επανένταξη),

4.Μεταφυσικής κατεύθυνσης (π. χ. εξορκισμός, προσευχή). Έχει διαπιστωθεί ότι οι ψυχοθεραπευτές και οι θεραπευτές (healers), ανά τον κόσμο, χρησιμοποιούν κάποια ή κάποιες από τις βασικές αρχές της μάθησης, για να επιφέρουν τις επιθυμητές αλλαγές στη συμπεριφορά, ενώ σημαντικοί είναι και οι εξής παράγοντες: πειθώ, κάθαρση, ελπίδα, ενίσχυση, απόδοση αιτιότητας, υποβολή, ταύτιση με τον θεραπευτή, άνευ όρων αποδοχή, μείωση ενοχών, μείωση αβεβαιότητας, παροχή πληροφοριών και γνώσεων, υποστήριξη, και μείωση του φόβου (Marsella, 1982).

Αρκετοί από αυτούς τους παράγοντες, όπως διαπιστώνεται, είναι κοινοί με τους παράγοντες εκείνους που παρατηρούνται στα δυτικά μοντέλα ψυχοθεραπείας. Βασική διαφορά είναι ότι η θεραπευτική προσέγγιση αλλάζει ανάλογα με το πλαίσιο και ότι ρόλος του ψυχολόγου δεν είναι απαραίτητος και, συνεπώς, δεν εμφανίζεται σε όλες τις κοινωνίες, τουλάχιστον με την ίδια μορφή που εμφανίζεται στις δικές μας. Ένα από τα πολλά ενδιαφέροντα ζητήματα που θα άξιζε να διερευνηθεί είναι κατά πόσο οι ακαδημαϊκές γνώσεις των ψυχολόγων είναι αυτές που προκαλούν, όταν το καταφέρνουν, τις επιθυμητές αλλαγές σε επίπεδο συμπεριφοράς, ή κάποιοι άλλοι, πιο ουσιαστικοί παράγοντες (π.χ. παράγοντες προσωπικότητας ή πολιτισμικού πλαισίου), είναι που υπεισέρχονται στην αποτελεσματικότητας της όλης ψυχοθεραπευτικής διαδικασίας.

ΣΥΝΟΠΤΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ ΤΟΥ ΣΑΪΤ

 

Αυτό το σάιτ χρησιμοποιεί Κώδικα Καταγραφής (ΚωΚ ή cookies) κυρίως για την προβολή διαφημίσεων από την Google - Τί είναι τα cookies...